ΝομοΣοφία

φιλοσοφία, ιστορία, πολιτική, δίκαιο

Archive for Απρίλιος 2010

Πάθη

leave a comment »

απ’ τα πάθη στην Ανάσταση[1]

παρά μία τεσσαράκοντα[2]

Περί του ισχυρώς δαρέντος λέγομεν ότι : «έφαγε παρά μίαν τεσσαράκοντα».

Προς ερμηνείαν της φράσεως είπον, ότι οι Εβραίοι εμαστίγωνον τον τιμωρούμενον διά μαστιγίου, εξ ου απεκρέμαντο τρεις ιμάντες, επειδή δε ο αριθμός δεκατρία ήτο παρ’ αυτοίς ιερός, έδιδον δέκα και τρεις πληγάς, αίτινες, επί τρία πολλαπλασιαζόμεναι, έδιδον τον αριθμόν τριάκοντα και εννέα, ήτοι παρά μίαν τεσσαράκοντα.

Φαίνεται όμως ότι άλλη είναι η αρχή της φράσεως.

Ήδη ο αδελφός του Μ. Βασιλείου Γρηγόριος ο Νύσσης είπε : «τω Μωσαϊκώ νόμω αι τέσσαρες δεκάδες μέχρι και νυν αι νομικαί των πληγών παραμένουσι», κατά το Δευτερονόμιον[3] όντως τον ένοχον : «και αριθμώ τεσσαράκοντα μαστιγώσουσιν αυτόν, ου προσθήσουσι, εάν δε προσθής μαστιγώσαι υπέρ ταύτας τας πληγάς πλείους, ασχημονήσει ο αδελφός σου εναντίον σου», συγγραφεύς δε του ΙΒ΄ αιώνος, ομιλών περί της εισόδου των Ιουδαίων εις την Γην της Επαγγελίας το τεσσαρακοστόν έτος μετά την φυγήν, προσθέτει : «τύπος άρα και τούτο σαφής το μέχρι πληγών τεσσαράκοντα καταπαίεσθαί τινας, αφέσεως γαρ μετά ταύτα καιρός», εν ω έτερος, σύγχρονος του προηγουμένου, τον λόγον ποιούμενος περί τιμωρίας κληρικών, γράφει : «της ιερατικής παραλύσας αρχής και τεσσαράκοντα δους ράβδων πληγάς, αφώρισέ τε και εξώρισε», άλλος δε πάλιν σύγχρονος : «ει παντάκις τον η΄ μετρήσεις, ευρήσεις τον μ΄, ον ουχ υπερβαίνουσιν αι μάστιγες των αμαρτανόντων».

Του αριθμού τεσσαράκοντα όντος ιερού παρ’ Εβραίοις, έπρεπε, κατά την μαστίγωσιν, να δίδωνται τεσσαράκοντα πληγαί, ίνα μη δε ο μαστιγώνων, κατά λάθος, υπερβή τον νενομισμένον αριθμόν, έδιδε παρά μίαν τεσσαράκοντα.
____________________

τον έστρωσα στο ξύλο[4]

Ως εκ των μαρτυρολογίων μανθάνομεν, οι τιμωρούμενοι μάρτυρες ή εκρέμωντο εις κάθετον βασανιστήριον ξύλον και εμαστιγώνοντο – της αυτής τιμωρίας μνείαν ποιούνται και οι Βυζαντινοί νόμοι, ένθα αναγιγνώσκομεν : «οι μαντευόμενοι, ει και αξιωματικοί εισιν, εν ξύλω αναρτάσθωσαν και ξεέσθωσαν», «ο δε, ούτω προσταγέν, αναρτάται τω ξύλω και άπαν και σώμα καταβελής γίνεται» – ή εβασανίζοντο άλλως, εκδυόμενοι δηλαδή εξηπλούντο επί σανίδος και ετύπτοντο. Συχνά αναγιγνώσκομεν εν τοις κειμένοις : «τότε ο … θυμωθείς εκέλευσεν αυτόν εκδυθήναι και επί σανίδος απλωθήναι και τύπτεσθαι αυτός βουνεύροις», «τότε ο … εκέλευσεν αυτόν εκταθήναι εν τω ξύλω και βουνεύροις επί πολύ ξέεσθαι».

Εκ της τιμωρίας αυτής προήλθεν η σημερινή κοινή φράσις : «τον έστρωσα ‘ς το ξύλο», ήτοι ισχυρώς αυτόν αξυλοκόπησα.
____________________

έγινε το ανάστα ο Θεός[5]

Κατά την πρώτην Ανάστασιν του Μ. Σαββάτου πολλαχού, όταν ο ιερεύς λέγη το : «Ανάστα, ο Θεός, κρίνον την γην», ηχούν οι κώδωνες των εκκλησιών, ρίπτονται πυροβολισμοί, κινούνται οι πολυέλεοι και κτυπούνται οι δίσκοι εντός του ιερού.

Τούτο έδωκεν αφορμήν να λέγη σήμερον ο λαός : «έγινε το ανάστα ο Θεός», προς δήλωσιν δαιμονιώδους θορύβου και αταξίας μεγάλης.

[1] Φαίδωνος Κουκουλέ, «Βυζαντινών βίος και πολιτισμός», εκδόσεις Παπαζήση, εν Αθήναις 1952.
[2] σ. 88-89.
[3] Δευτερονόμιον, ΚΕ΄, 2, 3.
[4] σ. 89.
[5] σ. 106.

Written by nomosophia

28 Απριλίου, 2010 at 14:58

Αναρτήθηκε στις Γενικά

ιστορικό μυθιστόρημα

leave a comment »

Ο θάνατος των θεών[1]

Παρά την πηγήν του ποταμού Ορόντου, τεσσαράκοντα στάδια από της Αντιοχείας, ευρίσκετο το περίφημον άλσος της Δάφνης, αφιερωμένον εις τον Απόλλωνα. Πολυτελής βωμός είχεν εγερθή εκεί, διά να εορτάζονται καθ’ έκαστον έτος τα πανηγύρεια προς τιμήν του θεού ηλίου.

Ο Ιουλιανός, παρεπιδημών εν Αντιοχεία διά τας ετοιμασίας της εκστρατείας κατά των Περσών, ανεχώρησεν εκείθεν προς το άλσος του Απόλλωνος, θέλων να ίδη αν οι κάτοικοι ενεθυμούντο ακόμη τας εορτάς του θεού του φωτός. Καθ’ οδόν ωνειρεύετο την αρχαιοπρεπή μεγαλοπρέπειαν της εορτής, ελπίζων να ίδη ξαθ πάλιν τους νεανίας και τας νεανίδας με την ολόλευκον ενδυμασίαν των ως σύμβολον της αγνής νεότητός των, ανερχομένους τας μαρμαρίνους βαθμίδας του ναού, πληρουμένου από τους καπνούς των θυσιών και τα πλήθη των πιστών.

Ευθύς … ως εισήλθεν ο αυτοκράτωρ εις το άλσος της Δάφνης, δροσερά, μυρωμένη από ευωδίας ατμόσφαιρα, τον περιέβαλε. Ήτο αδύνατον να φαντασθή τις ότι μία τοιαύτη γωνία παραδείσου ευρίσκετο ολίγα μόνον βήματα εκείθεν της αυχμηράς οδού. Το δάσος εξηπλούτο επί εκτάσεως ογδοήκοντα σταδίων και υπό τα αψίδας των πυκνών φυλλωμάτων των γιγαντιαίων αιωνοβίων δαφνών, εβασίλευεν αιώνιον σκιόφως.

Ο αυτοκράτωρ εξεπλάγη για την επικρατούσαν εις το δάσος ησυχίαν. Ως εν εγκαταλελειμμένω κοιμητηρίω, ουδείς θόρυβος διέκοπτε την νεκρικήν σιγήν. Ούτε εκελάδων τω πτηνά, … ούτε πιστεοί λάτρεις, ούτε θύματα, ούτε θυμιάματα. Ουδεμία προετοιμασία διά τα πανηγύρεια … Πανταχού είρπον ρυάκια κρυστάλλινα, αλλά βωβά. Δεν εθορύβουν ωσεί άφωνα εκ της θλίψεως ήτις εκυριάρχει …

Δωδεκαετές περίπου παιδίον … εβάδιζεν επί ατραπού …

– … γνωρίζεις, παιδίον μου, πού είναι οι ιεροθύται και ο λαός, ηρώτησεν ο Ιουλιανός.

Το παιδίον δεν απήντησεν …

– Φαίνεται ότι είναι κωφάλαλον …, εσκέφθη ο Ιουλιανός. Κακός οιωνός !

Τέλος έδειξεν εις τον αυτοκράτορα γερόντιον ενδεδυμένον διά ρυπαρού χιτώνος …

– Ο ιεροθύτης του Απόλλωνος ; ηρώτησεν ο Ιουλιανός.
– Είμαι εγώ. Ονομάζομαι Γόργιος. Τί επιθυμείς καλέ μου άνθρωπε ;
– Δύνασαι να μου είπης πού είναι ο μέγας ιεροθύτης του ναού τούτου και οι πιστοί ;

Ο Γόργιος δεν απήντησεν αμέσως. Απέθεσεν χαμαί το κάνιστρον, έφερε τας χείρας εις τα ισχία και, κλείων μοχθηρώς τον αριστερόν οφθαλμόν, είπε :

– Δεν σου φαίνεται ότι είμαι άξιος να κατέχω την θέσιν του μεγάλου ιεροθύτου του Απόλλωνος ; ηρώτησε. Και διά ποίους πιστούς ομιλείς, υιέ μου ;

Το στόμα του γέροντος ανέδιδεν ισχυράν οσμήν οίνου. Ο Ιουλιανός … ήτο έτοιμος να τον επιπλήξη.

– Φαίνεσαι … μεθυσμένος, γέρων.
– Μεθυσμένος ; Ίσως. Ερρόφησα πέντε κύπελλα οίνου διά τα πανηγύρεια. Η θλίψις όμως μάλλον παρά η ευθυμία με κάμνει να πίνω. Αλλά ποιος είσαι ; Ίσως περιπλανώμενος φιλόσοφος ή καθηγητής Σχολής τινος της Αντιοχείας, ως δεικνύουν τα ενδύματά σου.

Ο αυτοκράτωρ εμειδίασε και εκίνησε καταφατικώς την κεφαλήν.

– … Απάντησόν μου όμως πού είναι ο λαός ; στέλνουσιν ακόμη πολλά θύματα εξ’ Αντιοχείας ; είναι όλα έτοιμα διά τα πανηγύρεια ;
– Θύματα ;
είπεν ο ιεροθύτης, γελών. Από μακρού χρόνου δεν είδομεν, αδελφέ μου, τοιούτον τι ! αφ’ ότου ανήλθεν εις τον θρόνον ο Κωνσταντίνος.

Ο Γόργιος εσταμάτησε διά να στενάξη και έκαμε χειρονομίαν απελπισίας.

– Τετέλεσθαι ! Οι άνθρωποι ελησμόνησαν του θεούς ! Όχι μόνον δεν έχομεν θύματα διά τας θυσίας, αλλ’ ενίοτε ούτε δράκα σίτου διά να δώσωμεν τεμάχιον άρτου εις τον θεόνμ ούτε κόκκον λιβανωτού, ούτε σταγόνα ελαίου διά τους λύχνους ! Δεν μας μένει παρά να πέσωμεν και να αποθάνωνμεν ! Ναι, υιέ μου, που ας σε προστατεύουν οι Ολύμπιοι ! Οι καλόγηροι αφείλον τα πάντα ! Και ερίζουν διά την διανομήν. Τα πάχη τους πνίγουν. Ημείς άδομεν το κύκνειόν μας ! Άθλιοι καιροί! Και όμως συ μου λέγεις : Μη πίνης ! Δεν δύναται παρά να πίνη κανείς και να θλίβεται. Αν δεν έπινον, θα είχον ήδη από πολλού απολεσθή.
– … Είμαι ο ιεροθύτης. Συ αντιπροσωπεύεις τον λαόν. Θα προσφέρωμεν ομού θυσίαν προς τον Θεόν. … Εγώ και ο Υφερίων
(έδειξε το κωφάλαλον παιδίον) υπεβλήθημεν εις στερήσεις επί τρεις ημέρας διά να εξοικονομήσωμεν τα αναγκαιούντα προς τούτο χ΄ρηματα. Παρατήρησον !

Ανήγειρε το κάλυμμα του κανίστρου. Εις δεδεμένος χην προέβαλε την κεφαλήν κοάζων και προσπαθών να διαφύγη.

– Ε, ε, δεν είναι τούτο θύμα ; ηρώτησε μεθ’ υπερηφανείας ο γέρων. Καίτοι δεν είναι τρυφερά και παχεία χην, εν τούτοις, είναι εξ’ ίσου ιερά ! Ο Απόλλων πρέπει να λάβη υπ’ όψιν τας περιστάσεις και να μείνη ευχαριστημένος. Οι Θεοί είναι λαίμαργοι διά τα χήνας !

– Είναι υιός σου ; ηρώτησεν ο αυτοκράτωρ, δεικνύων τον Υφερίωνα, όστις ητένιζε μετά προσοχής τους δύο άνδρας ως αν ήθελε να μαντεύση τα μεταξύ αυτών διαμειβόμενα.
– Όχι. δεν έχω ούτε οικογένειαν , ούτε συγγενείς. Ο Υφερίων με βοηθεί κατά τας ώρας των θυσιών.
– Ποιους έχει γονείς ;
– Δεν γνωρίζω τον πατέρα του, και αμφιβάλλω αν κανείς τον γνωρίζη, αλλά μήτηρ του είναι η μεγάλη σιβύλλη Διοθύμη, ήτις έζησεν επί μακρόν εν τω ναώ τούτω. Δεν ωμίλει και ουδέποτε ανήγειρε το πέπλον της προ των ανδρών. Ήτο αγνή ως Εστιάς παρθένος. Όταν έφερε εις τον κόσμον το παιδίον, όλοι εξεπλάγημεν και δεν εγνωρίζομεν τί να υποιέσωμεν. Αλλ’ εις σοφός εκατοντούτης ιεροφάντης μας είπε … ότι δεν ήτο τέκνον ανθρώπου, αλλά θεού τινος κατελθόντος νύκτωρ πλησίον της σιβύλλης … Κύτταξε πόσον ωραίον είναι !
– Εις κωφάλαλος, υιός Θεού !
εψιθύρησεν έκπληκτος ο αυτοκράτωρ.

Αίφνης, το παιδίον επλησίασε τον Ιουλιανόν και, προσηλών επί του προσώπου του αυτοκράτορος βαθύ βλέμμα, έλαβε την χείρα του και την ησπάσθη.

Ο Ιουλιανός εσκίρτησε.

– Υιέ μου, είπε μετά σοβαρού τόνου ο ιεροθύτης, είθε να μένουν προστάται σου οι Ολύμπιοι θεοί. Φαίνεται ότι είσαι καλός άνθρωπος. Το παιδίον ουδέποτε θωπεύει τους μοχθηρούς και τους ασεβείς …

Ο Υφερίων … απεμακρύνθη. Ο Γόργιος εκτύπησε την κεφαλήν διά της χειρός, και είπε :

– Μένω φλυαρών μετά σου, ενώ ο ήλιος ευρίσκεται υψηλά ! Πρέπει να προσφέρω θυσίαν. Ελθέ.
Περίμενε, είπεν ο αυτοκράτωρ. Ήθελα να σε ερωτήσω κάτι τι ακόμη. Μήπως ήκουσες να λέγουν ότι ο αυτοκράτωρ Ιουλιανός θέλει να επαναφέρη την λατρείαν των αρχαίων θεών ;
– Ναι, αλλά τί δύναται να πράξη ο ατυχής ; Δεν θα επιτύχη. Σοι λέγω, τετέλεσται !

[1] Δμιτρι Μερεζκόφσκι, «Ο θάνατος των θεών ή Ιουλιανός ο Παραβάτης», μέρος Β΄, VI, σελ. 99 επ., εκδόσεις Εκάτη 1995.

Written by nomosophia

21 Απριλίου, 2010 at 14:58

Αναρτήθηκε στις Λογοτεχνία

λογοτεχνία

leave a comment »

περί Θλίψεως[1]

Γύρω από τη Θλίψη υπάρχει μια έντονη, μια ξεχωριστή πραγματικότητα. Μιλώντας για τον εαυτό μου, είπα πως ήμουν ένας από κείνους που είχαν συμβολική σχέση με την τέχνη και την κουλτούρα της εποχής τους. Στον άθλιο χώρο που κείτομαι τώρα, δεν υπάρχει ούτ’ ένας άθλιος απ’ αυτούς που μαζί μου, που να μη βρίσκεται σε συμβολική σχέση με το ίδιο το μυστικό της ζωής. Γιατί το μυστικό της ζωής είναι ο πόνος. Αυτός κρύβεται πίσω από καθετί. Όταν ξεκινούμε στη ζωή, ό,τι είναι πικρό, ώστε αναπόφευκτα κατευθύνουμε όλες μας τις επιθυμίες προς την απόλαυση και δεν επιδιώκουμε απλώς να περάσουμε «ένα-δυο μήνες με καρύδια και μέλι», αλλά όλα μας τα χρόνια να μη γευόμαστε άλλη τροφή, αγνοώντας πως η ψυχή μας στο μεταξύ μπορεί να πεθαίνει της πείνας.

Θυμάμαι κάποτε πως μιλούσα γι’ αυτό το θέμα με μια από τις πιο ωραίες προσωπικότητες που έχω ποτέ συναντήσει: μια γυναίκα που η συμπάθεια και η ευγενική της καλοσύνη απέναντί μου, πριν και μετά την τραγωδία της φυλάκισής μου, ξεπερνούν κάθε δύναμη περιγραφής. Μια γυναίκα που μου παραστάθηκε πραγματικά, αν και χωρίς να το ξέρει, ν’ αντέξω το βαρύ φορτίο των βασάνων μου περισσότερο από κάθε άλλον στον κόσμο. Κι όλο αυτό, με μόνο το γεγονός της ύπαρξής της, με το να είναι αυτό που ήταν: εν μέρει ένα ιδανικό και εν μέρει μια επίδραση, μια υπόδειξη για το τί μπορεί να γίνει κανείς, αλλά και μια πραγματική βοήθεια στο να γίνει. Μια ψυχή που μεταμορφώνει τον κοινό αέρα σε χάδι και κάνει το πνευματικό να μοιάζει απλό και φυσικό σαν το φως του ήλιου ή σαν τη θάλασσα. Μια γυναίκα για την οποία η Ομορφιά και η Θλίψη περπατούν χέρι-χέρι και φέρνουν το ίδιο μήνυμα. Στη συζήτηση που αναφέρομαι, θυμάμαι καθαρά πως της είπα ότι, σε οποιοδήποτε στενό δρομάκι του Λονδίνου, υπήρχε πόνος αρκετός για να δείξει πως ο Θεός δεν αγαπούσε τον άνθρωπο, και πως οπουδήποτε υπήρχε πόνος, έστω κι ενός παιδιού σ’ ένα κηπαράκι που κλαίει για κάποιο σφάλμα που είχε ή δεν είχε κάνει, αυτός αρκούσε για ν’ αμαυρώσει ολόκληρη την όψη της δημιουργίας. Είχα απόλυτο άδικο. Μου το ‘πε, αλλά δεν μπορούσα να την πιστέψω. Δεν βρισκόμουν στην σφαίρα όπου μπορεί κανείς να ζυγώσει μια τέτοια πίστη. τώρα νομίζω πως κάποιο είδος Αγάπης είναι η μόνη πιθανή εξήγηση για τη μεγάλη έκταση που έχει ο πόνος στον κόσμο. Δεν μπορώ να συλλάβω καμιά άλλη εξήγηση. Έχω την πεποίθηση πως δεν υπάρχει άλλη και αν, όπως είπα, οι κόσμοι έχουν πλαστεί πραγματικά από Θλίψη, αυτό έγινε από τα χέρια της Αγάπης, γιατί δεν υπάρχει άλλος τρόπος που θα μπορούσε η ψυχή του ανθρώπου, για τον οποίο φτιάχτηκε ο κόσμος, να φτάσει στο ανώτερο ύψος της τελειότητάς της. Απόλαυση για το ωραίο σώμα, αλλά Πόνος για την ωραία ψυχή.

Όταν λέω πως έχω πειστεί γι’ αυτά τα πράγματα, το λέω με πολύ μεγάλη περηφάνια. Πέρα μακριά, σαν ένα τέλειο μαργαριτάρι, μπορεί κανείς να διακρίνει την πολιτεία του Θεού. Ξεχωρίζει τόσο θαυμαστά που ένα παιδί θα μπορούσε θαρρείς να φτάσει περπατώντας μια καλοκαιριάτικη μέρα. Και το παιδί βέβαια θα μπορούσε. Για μένα όμως και για τους ομοίους μου το πράγμα διαφέρει. Μπορεί κανείς να συλλάβει κάτι μέσα σε μια στιγμή, αλλά το χάνει μέσα στις μακριές ώρες που ακολουθούν με μολυβένια πόδια. Είναι πολύ δύσκολο να κρατηθεί κανείς «στα ύψη που είναι ικανή να φτάσει η ψυχή». Σκεφτόμαστε την Αιωνιότητα, αλλά βαδίζουμε αργά μέσα στο Χρόνο. Και για το πόσο αργά προχωρεί ο χρόνος για μας που είμαστε στη φυλακή, δε χρειάζεται να ξαναμιλήσω, ούτε για την απόγνωση και την απελπισία που γλιστράνε μέσα στα κελιά μας και μέσα στο κελί της καρδιάς μας, με τόσο παράξενη επιμονή, ώστε αναγκάζεται κανείς στο τέλος να συμμαζέψει και να στολίσει το σπίτι του για τον ερχομό τους, όπως κάνει για κάποιον ανεπιθύμητο επισκέπτη ή για κάποιο μισητό αφέντη ή για ένα δούλο, που από τύχη ή εκλογή κατάντησε δούλος του. Όσο κι αν τώρα σου φαίνεται δύσκολο να το πιστέψεις, είναι αλήθεια ωστόσο ότι για σένα, που ζεις μέσα στην ελευθερία, την τεμπελιά και την άνεση, είναι πιο εύκολο να μάθεις το μάθημα της Ταπεινοφροσύνης παρά για μένα που αρχίζω τη μέρα μου γονατίζοντας για να πλύνω το δάπεδο του κελιού μου. Γιατί η ζωή της φυλακής, με τις ατέλειωτες στερήσεις της και τους περιορισμούς της, κάνει τον άνθρωπο αντάρτη, Το χειρότερο γύρω απ’ αυτή, δεν είναι πως σου συντρίβει την καρδιά – οι καρδιές είναι φτιαγμένες για να συντρίβονται – αλλά πως σου κάνει την καρδιά πέτρα.

[1] Όσκαρ Γουάϊλντ, de profundis, σελ. 102-104, εκδόσεις Ζαχαρόπουλου, Αθήνα 1989.

Written by nomosophia

14 Απριλίου, 2010 at 14:58

Αναρτήθηκε στις Λογοτεχνία