ΝομοΣοφία

φιλοσοφία, ιστορία, πολιτική, δίκαιο

Archive for Μαΐου 2009

1453

leave a comment »

Χαλκοκονδύλης Λαόνικος βη πτώση[1]

 

Με την αυγή άρχισε την επίθεση και η μάχη ξεκίνησε σε όλα τα σημεία της πόλης. Οι βάρβαροι πολεμούσαν με δύναμη. Στο τείχος του λιμανιού οι Έλληνες αμύνονταν πολύ καλά και απώθησαν τους Τούρκους και κόβοντας τα κεφάλια όσων ανέβαιναν με σκάλες, σε οποιοδήποτε σημείο, κυριαρχούσαν στα τείχη. Οι γενίτσαροι έκαναν επιθέσεις εκεί όπου διέταζε ο σουλτάνος, πιέζοντας σκληρά τους Γενοβέζους στρατιώτες. Ο ίδιος ο Λόγγος[2] τραυματίζεται από τουφέκι στο χέρι[3]. Το ίδιο και μερικοί άλλοι στρατιώτες οι οποίοι εγκατέλειψαν το σημείο που υπεράσπιζαν. Οι Τούρκοι αμέσως εισέβαλαν από εκεί, έτρεψαν τους Γενοβέζους στρατιώτες σε φυγή, τους καταδίωκαν και τους σκότωναν. Ο Λόγγος αποχώρησε και τον ακολούθησαν οι στρατιώτες του με τους Τούρκους κατά πόδας. Μόλις ο βασιλέας των Ελλήνων αντιλήφθηκε ότι εγκατέλειπαν το χώρο που υπεράσπιζαν και ότι υποχωρούσαν, έτρεξε πίσω τους και ρώτησε τον Λόγγο που πήγαινε. Εκείνος απάντησε: προς τα εκεί που ο Θεός οδηγεί τους Τούρκους. Τότε ο βασιλέας στράφηκε προς τον Καντακουζηνό και μερικούς ακόμη που στέκονταν δίπλα του και τους είπε: «εμπρός, άνδρες, εναντίον των βαρβάρων αυτών». Ο Καντακουζηνός, πολεμώντας γενναία, σκοτώθηκε[4]. Ενώ τον Κωνσταντίνο, που εμάχετο πισωπατώντας, τον χτύπησαν θανάσιμα στον ώμο οι επερχόμενοι Τούρκοι. Έτσι πέθανε ο βασιλέας Κωνσταντίνος[5].

Ένας γενίτσαρος έφερε στον σουλτάνο το κεφάλι του βασιλέα των Ελλήνων και ο Μωάμεθ τον αντάμειψε με δώρα και αξιώματα. Κανένας όμως γενίτσαρος δεν μπορούσε να πει με ποιον τρόπο πέθανε. Σκοτώθηκε σαν ένας απλός στρατιώτης, κοντά στην πύλη, μαζί με πολλούς άλλους, έχοντας βασιλεύσει τρία χρόνια και τρεις μήνες.

Αυτή η συμφορά φαίνεται ότι υπήρξε η μεγαλύτερη της οικουμένης και ότι ξεπέρασε σε μέγεθος κάθε άλλη, όντας παραπλήσια με αυτήν της Τροίας. Οι βάρβαροι εκδικήθηκαν την Τροία εξοντώνοντας ολοκληρωτικά τους Έλληνες, έτσι ώστε οι Ρωμαίοι[6] να πιστεύουν ότι οι Έλληνες τιμωρήθηκαν με αυτόν τον τρόπο για την πάλαι ποτέ καταστροφή της Τροίας.

 


[1] Λαονίκου Χαλκοκονδύλη, Βυζαντίου Άλωσις, σελ. 91 επ., εκδόσεις δημιουργία, Αθήνα 1997.

[2] Ιουστινιάνι Λόνγκο Ιωάννης. Γενοβέζος condottiero (αρχηγός σώματος μισθοφόρων στρατιωτών). Καταγόταν από διακεκριμένη οικογένεια εμπόρων με έδρα τη Χίο και πριν από την πολιορκία της Κωνσταντινούπολής είχε διατελέσει κυβερνήτης της γενοβέζικης αποικίας του Καφά. Η εμπειρία του σε πολεμικές επιχειρήσεις που συνδυαζόταν με πολιορκίες συνετέλεσε να του ανατεθεί από τον Κωνσταντίνο Παλαιολόγο το αξίωμα του πρωτοστράτορα (αρχιστρατήγου). Κατά την τελευταία τουρκική επίθεση τραυματίστηκε θανάσιμα και πέθανε κατά τη διάρκεια της εσπευσμένης αποχώρησής του από την Κωνσταντινούπολη. Τάφηκε στη Χίο.

[3] Οι πληροφορίες για τον τραυματισμό του Ιουστινιάνι ποικίλουν. Άλλες μαρτυρίες αναφέρουν ότι τραυματίσθηκε στο πόδι ή στη μασχάλη. Βέβαιο πάντως πρέπει να θεωρείται ότι ο τραυματισμός ήταν σοβαρός.

[4] Ο Χαλκοκονδύλης ενδεχομένως αναφέρεται στον Ανδρόνικο Παλαιολόγο Καντακουζηνό, μέγα δομέστικο (την περίοδο 1435-1453) και εξάδελφο των αυτοκρατόρων Ιωάννη Η΄και Κωνσταντίνου Παλαιολόγων, ο οποίος αιχμαλωτίσθηκε και εκτελέστηκε λίγες ημέρες μετά την Άλωση μαζί με τον Λουκά Νοταρά.

[5] Όπως και στην περίπτωση του Ιουστινιάνι, οι συνθήκες θανάτου του Κωνσταντίνου Παλαιολόγου παραμένουν ασαφείς.

[6] οι Δυτικοί.

σχετικό άρθρο: http://nomosophia.blogspot.com/2009/05/1453.html

Written by nomosophia

29 Μαΐου, 2009 at 14:58

Αναρτήθηκε στις Ιστορία

Κύπρος, στις συμπληγάδες των μεγάλων …

leave a comment »

Ντισραέλιτο ρόδινο βασίλειο[1]

Υπάρχουν ενδείξεις, ότι ο Βενιαμίν Ντισραέλι, ο πρώτος Εβραίος Πρωθυπουργός της Βρεταννίας[2], όπως και πολλοί άλλοι, θεωρούσαν το νησί σαν φυσική γέφυρα προς τη Σιών. Ήδη από τη δεκαετία του 1850 γινόταν πολύς λόγος στην Αγγλία για ένα Εβραϊκό κράτος στην Παλαιστίνη, που θα φρουρούσε το δρόμο προς τις Ινδίες. Έτσι σχεδόν αμέσως μετά από την υπογραφή της άκρως απόρρητης Αγγλοτουρκικής Συνθήκης για την Κύπρο της 4ης Ιουνίου 1878, ακούγονταν σ’ όλον τον εβραϊκό κόσμο αιτήματα για την εγκατάσταση Εβραίων στο νησί. Μεταξύ των πρώτων ήταν το αίτημα των «Εβραϊκών Χρονικών» του Λονδίνου, που έδωσε τον τόνο και ανέπτυξε τα επιχειρήματα που βρίσκουμε σ’ όλες τις κατοπινές προτάσεις. Στις 9 Αυγούστου 1878 έγραψε πολύ εμφατικά, ότι η Κύπρος υπήρξε κάποτε έδρα μιας ανθηρής εβραϊκής παροικίας. Είναι αλήθεια ότι ο σουλτάνος είχε καλέσει 500 Εβραίους να εγκατασταθούν στην Κύπρο στις αρχές τις δεκαετίας του 1570 και να βοηθήσουν στη σταθεροποίηση της τουρκικής κυριαρχίας στο νησί. Όσοι πήγαν ασχολούνταν με το εμπόριο και την κατασκευή ρουχισμού. Γιατί να μην μπορούσε να ξαναγίνει κάτι τέτοιο; ρωτούσαν τα «Εβραϊκά Χρονικά». Αυτό το αίτημα ακολουθήθηκε από πολλά άλλα, κυρίως του Νταίηβις Τριτς και του Τεοντορ Χερτσλ στη δεκαετία του 1890. Και ο Ντισραέλι, κατά τη Διάσκεψη του Βερολίνου (13 Ιουνίου έως 13 Ιουλίου 1878) φαίνεται ότι θεωρούσε την Κύπρο, υπό βρεταννική σημαία, πιθανό καταφύγιο για τους Εβραίους της Διασποράς

[1] από την «Νέα Ιστορία της Κύπρου», του Παντελή Σταύρου, σ. 55-56, εκδόσεις Ι. Φλώρος.
[2] Ο Ντισραέλι [Benjamin Disraeli, 1st Earl of Beaconsfield] χρημάτισε πρωθυπουργός της Βρεταννίας από την 20η Φεβρουαρίου 1874 έως την 21η Απριλίου 1880. Κατά τη πρώτη του επίσκεψη στο νησί, την εποχή της νεότητας του περιγράφει την Κύπρο σαν το «ρόδινο βασίλειο της Αφροδίτης». Ως λογοτέχνης ανατρέχει συνεχώς στην Ιερουσαλήμ και την Κύπρο. «Οι Άγγλοι θέλουν την Κύπρο και θα την πάρουν δίνοντας κάποιο αντάλλαγμα» διαβεβαιώνει ένας από τους καφενόβιους πολιτικούς του ήρωες στο έργο του «Ταγκρέδος ή η Νέα Σταυροφορία» (1847), στο οποίο ο Ντισραέλι καταπιάνεται με το ζήτημα της Παλαιστίνης.

Written by nomosophia

28 Μαΐου, 2009 at 14:58

Αναρτήθηκε στις Ιστορία

Λογική

leave a comment »

kantΤο ρολόι του Καντ[1]

Ο Καντ έδινε προτεραιότητα στην καθαρή λογική, σε τέτοιο βαθμό μάλιστα ώστε θεωρούσε ότι για να λύσει κανείς τα προβλήματα της γνώσης δεν χρειάζεται να έχει ιδιαίτερη προσωπική εμπειρία. Συνεπώς, ποτέ δεν ξεμύτιζε έξω από την πόλη του, το Καίνιξμπεργκ και ζούσε μια μοναχική ζωή εξαιρετικά τακτικών συνηθειών, όπως τον καθημερινό του περίπατο μετά το δείπνο. Λέγεται ότι οι πολίτες του Καίνιξμπεργκ ρύθμιζαν τα ρολόγια τους σύμφωνα με τη θέση του καθηγητή Καντ κατά τον ημερήσιο περίπατό του πάνω κάτω στον ίδιο δρόμο (ο οποίος αργότερα έγινε γνωστός ως Philosophengang ή «ο Περίπατος του Φιλοσόφου»).

Λιγότερο γνωστό (πιθανώς επειδή μπορεί να μην είναι αλήθεια) είναι ότι ο νεωκόρος του Καθεδρικού Ναού του Κόνισμπεργκ επίσης επιβεβαίωνε την ώρα στο ρολόι του πύργου της εκκλησίας παράτηρώντας πότε ο Καντ έκανε τον ημερήσιο περίπατό του σύμφωνα με το ρολόι της εκκλησίας.

Αυτή κι αν είναι σύγχυση ανάμεσα σε αναλυτική και συνθετική ! Τόσο ο Καντ όσο και ο νεωκόρος πιστεύουν ότι λαμβάνουν νέες πληροφορίες παρατηρώντας τη συμπεριφορά του άλλου. Ο Καντ πιστεύει ότι παρατηρώντας το ρολόι του πύργου μαθαίνει την επίσημη ώρα της Γερμανίας, η οποία, με τη σειρά της, καθορίστηκε με την παρατήρηση της περιστροφής της γης. Ο νεωκόρος πιστεύει ότι παρατηρώντας τον ημερήσιο περίπατο του Καντ μαθαίνει την πρότυπη ώρα Γερμανίας εξαιτίας της πίστης του νεωκόρου στην έμφυτη ακρίβεια του Καντ. Μάλιστα, ο καθένας τους απλά έφτανε σε ένα αναλυτικό συμπέρασμα, εξ ορισμού αληθινό. Το συμπέρασμα του Καντ: «Κάνω τον περίπατό μου στις 3:30΄», στην πραγματικότητα συνοψίζεται σε μια αναλυτική δήλωση: «Κάνω τον περίπατό μου όταν κάνω τον περίπατο μου» – επειδή ο τρόπος με τον οποίο ο Καντ καθορίζει ότι είναι 3:30΄ είναι με ένα ρολόι που έχει ρυθμιστεί με βάση τον περίπατό του. Το συμπέρασμα του νεωκόρου: «Το ρολόι μου είναι σωστό», συνοψίζεται στη φράση «Το ρολόι μου λέει αυτό που λέει το ρολόι μου» – επειδή το κριτήριό του, για την ακρίβεια του ρολογιού του είναι ο περίπατος του Καντ, ο οποίος με τη σειρά του έχει βασιστεί σ’ αυτό που λέει το ρολόι του.

[1] Τόμας Κάθκαρτ και Ντάνιελ Κλάιν, «ο Πλάτων και ο Πλατύπους μπαίνουν σε ένα μπάρ», κεφ. iii, σελ. 84-85, Πλατύπους εκδοτική, 2008.

Written by nomosophia

27 Μαΐου, 2009 at 14:58

Αναρτήθηκε στις Φιλοσοφία

πολιτική φιλοσοφία

leave a comment »

Μακρυγιάννης_κέντημα_ΓΤα παράλληλα ζευγάρια του Μακρυγιάννη[1]

Ο Μακρυγιάννης κοίταξε και έξω, κοίταξε και μέσα. Πώς την πιάνουν την αρετή και πού λημεριάζει η δικαιοσύνη; Δόλο και απάτη πού τα πουλούν; Μέσα για έξω; Όλοι οι άγγελοι και όλοι οι δαιμόνοι μέσα, κατάμεσα έχουν τη μονιά τους. Μέσα η Κόλαση μέσα και η Παράδεισο. Έξω απλώνεται παντοδύναμο σωματικά το βασίλειο του Καίσαρα. Με τους σιδερόφραχτους νόμους του. Μέσα, το άλλο βασίλειο, που η δύναμή του βρίσκει την τελείωσή της στην αδυναμία του. Εκεί μέσα κρατούν άλλοι νόμοι. Δεν είναι πλάσματα και ονειροφαντασιές, δεν είναι ίσκιοι, ombre, ο μέσα κόσμος, αλλά πράγμα στερεό, cola salda[2], μπορεί στερεότερο από όλα τα άλλα όσα βλέπομε καθημερινά, με όλη τη συντριφτική δύναμή τους, να καταλήγουν απαραχώρητα στα σαγόνια του θανάτου, και που ο Σωκράτης βεβαίωνε τους Αθηναίους πως μέσα στην πολιτεία ή στην κοινωνία (εν τη πόλει), στα βασίλειο του Καίσαρα, δεν ξαναστάθηκε άλλο μεγαλύτερο αγαθό (μείζον αγαθόν) από αυτό το ασώματο, το εσωτερικό και το άπιαστο, την ατομική δούλεψή του στο Θεό (ή την εμήν τω θεώ υπηρεσίαν). Ο Μακρυγιάννης – το διαβάζομε στο τετράδιο – ταλαιπωρήθηκε εν ασθενείαις, εν ύβρεσιν, εν ανάγκαις, εν διωγμοίς, εν στενοχωρίαις. Γιατί; Όσα από τα μέσα, όσα του θεού, τα διαφιλονίκησε έξω, το βασίλειο του Καίσαρα του τα αρνήθηκε. Η σύγκρουση φαντάζει φοβερή. Δύο δυνάμεις διαφορετικές συγκρούσθηκαν μέσα του και το αποτέλεσμα στάθηκε το τεκμήριο που μας άφησε με το σημερινό τετράδιο, η Σπηλιά του ή το Παρεκκλήσι του Αι-Γιαννιού στο σπίτι του. Πνευματικό δράμα. Πραχτικά δεν μπόρεσε να ρίξει χάμω το μεσοτοίχον του φραγμού, την έχθραν ανάμεσα στα δύο βασίλεια. Αλλά ποιος το μπόρεσε από όσους αγωνίστηκαν τον αγώνα αυτόν; Και όμως αυτοί δίδαξαν, σύμφωνα με το παράδειγμα του Σωκράτη, το μείζον αγαθόν εν τη πόλει, τη δούλεψη στο μέσα κόσμο του ανθρώπου. Αυτοί οι όχι πολιτικοί – ουκ ειμί των πολιτικών δήλωνε, το είπαμε, ο Σωκράτης – χαρίζουν στις πολιτείες το μεγαλύτερο από όλα αγαθό τους. Ο Μακρυγιάννης με συντριβή και με δάκρυα παρακαλέστηκε για τον άνθρωπο γενικά και για τη δυστυχισμένη του πατρίδα ιδιαίτερα. Συγκρούσθηκε με τους άλλους πνευματικά. Συγκρούσεις τέτοιας λογής οι πολιτείες τις αποφεύγουν σαν τις αμαρτίες τους και ανθρώπους τέτοιας λογής ο κόσμος ξέρομε πως τους ξερνάει, δεν τους δέχεται, τους απομονώνει ή τους βγάζει τρελούς. Ο Βλαχογιάννης χαρακτήρισε το τετράδιο «έργο ενός τρελού» και ο ίδιος ο Μακρυγιάννης μέσα εκεί παραδέχεται πως «δεν μ’ έχει σύντροφον να μου ειπεί τα μυστήριά του ο Θεός, να με συγχωρέσει εις την τρελιά μου[3]» (262). Και οι δυο δίκιο είχαν, καθένας για διαφορετικούς λόγους. Το βασίλειο του καίσαρα δε χωράει την Αντιγόνη, το σοφό Σωκράτη ή τον ταπεινό Μακρυγιάννη.

[1] Ζήσιμος Λορεντζάτος, «Το τετράδιο του Μακρυγιάννη (MSS 262)», σελ. 77-79, εκδόσεις ΔοΜοΣ, 1984.
[2] Πού τα χαλεύομε εμείς τα δυο παράλληλα ζευγάρια του Μακρυγιάννη, αρετή και δικαιοσύνη, και τα αντίμαχά τους, δόλο και απάτη; Έξω για μέσα στον άνθρωπο; Και ολάκερος ο κόσμος μέσα μας είναι ποιό από τα δυο: πλανέματα και ονειροφαντασιές, ombre – ή cosa salda, καταπώς θα έλεγε ο Δάντης;
[3] Στο Αρχείο του Ιστορικού Λεξικού της ακαδημίας Αθηνών δε βρίσκεται το τρέλια. Βρίσκεται όμως το τρελιάζω και τρελιάζομαι. Και όλοι ξέρομε, φυσικά, το πανελλήνιο τρέλιακας.

Written by nomosophia

26 Μαΐου, 2009 at 14:58

Αναρτήθηκε στις 1

μυθιστορίες

leave a comment »

Αθήναπροσκύνημα στην Αθήνα του 15ου αιώνα[1]

Ο Φρανσουά ντε Γκυγιέ ταξίδευε στους αγίους τόπους, για να ακολουθήσει νοερά τα βήματα σ’ αυτήν την ηθική πορεία που είχε κάνει ο Χριστός. Του απάντησα πως πήγαινα σε τρεις ιστορικές πόλεις, που είχαν σημαδέψει τη δική μου πνευματική πορεία, – την Αθήνα, την Κωνσταντινούπολη και την Ιερουσαλήμ. Στο άκουσμα της Αθήνας, ένας μορφασμός σκοτείνιασε τα ωραία καταγάλανα μάτια του. Δεν τελείωνε το κατηγορητήριό του για την «Πρωτεύουσα του Παγανισμού», όπως την είχε χαρακτηρίσει, που είχε ειρωνευθεί τον Απόστολο Παύλο, όταν επιχείρησε στο λόφο της Πνύκας να την πείσει πως της ευαγγελιζόταν τον «Άγνωστο Θεό», που του είχε αφιερωμένο ιδιαίτερο βωμό. Του αντείπα, πως απ’ την ειδωλολατρία είχαν ανανήψει ηθικά οι διάνοιες του Σωκράτη και του Πλάτωνα, έτσι που να φτάσουν να διαιστανθούν παραγγέλματα του Ευαγγελίου.

Κάποια αυγή αντικρίσαμε σα μετέωρη μέσα στην αχλή την κολονάδα του ναού του Ποσειδώνα πάνω στο ακρωτήριο Σούνιο. Περιπλέαμε πια την Αττική. Η λύπη μου δεν λεγόταν, γιατί παρ’ όλη την επιμονή μου δεν είχα κατορθώσει να τον πείσω να με συνοδεύσει στην πόλη της Παλλάδας. Τυφλωμένος απ’ τον φανατισμό του Χριστιανού, εξακολουθούσε να τη θεωρεί αμαρτωλή απ’ το ειδωλολατρικό παρελθόν της: «Στην Ιερουσαλήμ θα εξαγνισθείτε απ’ τον ρύπο των μνημείων της …», μου ψιθύρισε καθώς αποβιβαζόμουν στο Πόρτο Λεόνε.

Η διαδρομή ως τη θρυλική πόλη κράτησε δυο ώρες με άλογο ανάμεσα σε χωράφια, ελαιόδεντρα, περιβόλια και ερείπια από αρχαία τείχη. Η πρώτη μου εντύπωση ήταν απογοητευτική. Το «κλεινόν άστυ» … «Ελλάδος έρεισμα», όπως το είχε υμνήσει ο Πίνδαρος, ήταν τώρα μια πολίχνη με κάμποσες εκατοντάδες σπιτόπουλα σε βρώμικες γειτονιές και μερικά αρχοντικά απομονωμένα. Καθώς περνούσα από την πύλη του Αδριανού, ένας νεαρός Καπουτσίνος, που μασουλούσε λαίμαργα μια φρατζόλα άσπρο ψωμί, με οδήγησε στη μονή του, όπως με είχαν συμβουλεύσει απ’ τη Φλωρεντία να κάνω μόλις θα επισκεπτόμουν την πόλη. Οι μοναχοί με υποδέχτηκαν πολύ εγκάρδια. Γευμάτισα, επιτέλους, καλομαγειρεμένο φαΐ και φρέσκα φρούτα. Έσπευσαν να μου διευκρινίσουν, πως η Αθήνα, εκτός απ’ το προνόμιο να έχει τα αριστουργηματικά μνημεία της ελληνικής αρχαιότητας, έτσι που να την κάνουν στον κόσμο μοναδική, κατά τα άλλα είναι μια βρωμόπολη ευνοημένη από το έξοχο κλίμα της Αττικής. Κοντοζύγωνε το απόγευμα, όταν πήρα να ανηφορίζω στο λόφο της Ακρόπολης με τη συνοδεία ενός καπουτσίνου. Στιγμές – στιγμές είχα την ψευδαίσθηση, πως ακολουθούσα την πομπή στη γιορτή των Παναθηναίων, την τριήρη με τον πέπλο στο κατάρτι της υφασμένο απ’ τις Αθηναίες αρχοντοπούλες για να ντύσουν το άγαλμα της θεάς Αθηνάς στο ναό του Ερεχθείου. Άκουα τους ύμνους απ’ τις κανηφόρες παρθένες. Η συγκίνησε με έπνιγε. Είχα την εντύπωση πως πήγαινα να προσκυνήσω στους αγίους τόπους του Ελληνικού πνεύματος.

Αιστάνθηκα δέος μόλις βρέθηκα ανάμεσα στις πενήντα οχτώ κολόνες του Παρθενώνα. Μου φαινόταν να φθάνουν στ’ αυτιά μου ψιθυρίσματα από τα αετώματα, τη ζωφόρο, τις μετόπες. Οι Κόρες μοιάζανε σα να παίρνανε μια μελαγχολική έκφραση μέσα στη μελογάλανη απόχρωση του σούρουπου. Κάθε τόσο αλαφιαζόμουν. Νόμιζα πως από στιγμή σε στιγμή θα πρόβαλλαν ο Ικτίνος και ο Φειδίας περίλυποι για το ερείπωμα του έργου τους απ’ τον εγκληματικό χρόνο. Κάποιοι γύρω μου κάνανε σκίτσα, ψηλάφιζαν τα γλυπτά, φλυαρούσαν. Δεν είχα ανάγκη να τους μιμηθώ. Εμπιστευόμουν τη δύναμη της μνήμης μου – tantum scimus quantum in memoriam tenemus … Ήμουν συνεπαρμένος απ’ τη σκέψη, πως οι δύο μεγαλοφυείς δημιουργοί είχαν περπατήσει στο έδαφός της, είχαν αποτυπώσει την αφή τους στα μάρμαρά της, είχαν ατενίσει τον ίδιο αιώνιο ορίζοντα. Το εκκλησάκι αφιερωμένο στην Παναγία φαινόταν παράταιρο μέσα στο κλασσικό περιβάλλον του μνημείου. Μια μεγάλη κανδήλα διατηρούσε άσβεστη τη φλόγα της. Χρυσοπόρφυρα κρόσια άρχισε να απλώνει στον ορίζοντα το κοντόβραδο. Στο βάθος η Αίγινα και η Σαλαμίνα πρόβαλλαν σαν τεράστια κήτη. Ήταν μια κατανυχτική στιγμή. Ασυναίσθητα έκανα το σταυρό μου. Είχα την εντύπωση πως εκκλησιαζόμουν σε ναό αφιερωμένο στη μεγαλοφυΐα της ελληνικής σκέψης. Ναι, εγώ, εκπρόσωπος μιας εποχής, που έχει ανανήψει πνευματικά και ηθικά χάρη στη λαθροθηρία αυτού του πνεύματος.

Την επομένη, … περιδιάβασα στους χώρους όπου ήταν πιθανό να είχαν δράσει οι διάσημοι σοφοί, στην Ακαδημία του Πλάτωνα, στο Λύκειο του Αριστοτέλη, στην Αγορά, στην ποικίλη Στοά. Σε κάποια όχθη του Ιλισού φαντάστηκα την πλατάνα, όπου στον ίσκιο της ο Φαίδρος, απ’ τον ομώνυμο διάλογο του Πλάτωνα, είχε απαγγείλει την «παλινωδία» του. Η επίσκεψή μου στην αγορά με έφερε πιο κοντά στη σύγχρονη πόλη. Η περιοχή είναι πλούσια από κάθε λογής προϊόντα. ομολογώ ότι οι Αθηναίοι είναι άνθρωποι εύθυμοι, όμορφοι, καλλίφωνοι και χάρη στο θαυμάσιο κλίμα υγιείς. πολλοί αιωνόβιοι δε θυμούνται να έχουν αρρωστήσει ! Η Αθήνα γεννά καλλονές. Λέγεται πως δύο – τρεις τις διάλεξαν αυτοκράτορες για συζύγους τους. Οι αρχόντισσες αποφεύγουν να κυκλοφορούν μέρα, από προκατάληψη πως θα κινδύνευαν από επιθέσεις πειρατών που στο παρελθόν είχαν κλέψει και πουλήσει σε σκλαβοπάζαρα προγονές τους. Ένα δροσερό αεράκι με συνόδευε στην εκδρομή του με άλογο ως τη μονή της Καισαριανής. Είναι το χριστιανικό μνημείο της πόλης του περασμένου αιώνα. Ο κατεβατός απ’ τις πλαγιές του Υμηττού μύριζε λεμονάνθια, θεραπευτικά βότανα, τριανταφυλλιά, ροδιές και θυμάρι. Αηδόνια τιτίβιζαν στα πλατάνια εύθυμα. Παραδείσιο τοπίο. Οι φιλόξενοι καλόγεροι μου πρόσφεραν απ’ το ξακουστό μέλι τους. Ήπια κρύσταλλο νερό απ’ την πηγή. Λένε πως είναι θαυματουργή η εικόνα της Παναγιάς. Ο ηγούμενος μου πρόσφερε φιλοξενία στον αρχοντικό ξενώνα της, όπου είχαν διανυκτερεύσει διάσημοι ξένοι. Τον ευχαρίστησα. Πολύ θα το ήθελα, μα βιαζόμουν να επιστρέψω στο Πόρτο Λεόνε.

Έφτασα στο Πόρτο Λεόνε κοντόβραδο. Ότι ανέβαζαν τα τελευταία φορτώματα με προϊόντα του τόπου – κεφάλια κερί, λάδια, τυριά, σαπούνι, ροδόνερο, μέλι, υφαντά. Ο Φρανσουά ντε Γκιγιέ με υποδέχτηκε με ένα πικρόχολο χαμόγελο. Τον πρόλαβα: «Στην Ιερουσαλήμ, στην επί του Όρους Ομιλία, είχε μιλήσει ο Θεός. Στην Αθήνα, πάνω στον Παρθενώνα, είχε εκφραστεί ο μεγαλοφυής άνθρωπος», του είπα.

[1] αποσπάσματα από το «Μεσαιωνικό τρίπτυχο» του Τάσου Αθανασιάδη, Α΄ «από το οδοιπορικό ενός ανευλαβή», Εστία 1998.

Written by nomosophia

25 Μαΐου, 2009 at 14:58

Αναρτήθηκε στις Λογοτεχνία

περί παιδείας

leave a comment »

ελληνική παιδεία Bη διακοπή της ελληνικής παιδείας στην δύση[1]

Οι έρευνες του P. Courcelle[2] έδειξαν ότι ήδη από τον 6ο αιώνα η ελληνική γλώσσα δεν ήταν πια γνωστή στην Ισπανία, στη Βρετανία και στην Ιρλανδία, ότι στην Αφρική η τομή αυτή ορίζεται από τη βανδαλική κατάκτηση και ότι στη Γαλατία τοποθετείται στο μεταίχμιο του 5ου και του 6ου αιώνα. Στην Ιταλία, η τελευταία γενιά που ήξερε ελληνικά ήταν η γενιά του Βοηθίου (που πέθανε το 525) και του Κασσιοδώρου (που πέθανε γύρω στο 570), ενώ στην ίδια τη Ρώμη, γύρω στο 600, κανένας πια δεν διάβαζε τους Έλληνες Πατέρες, ούτε τους πιο επιφανείς. Γνωρίζουμε επίσης ότι ο πάπας Γρηγόριος ο Μέγας (590-604), που καταγόταν από μεγάλη ρωμαϊκή οικογένεια και είχε διατελέσει νούντσιος στην Κωνσταντινούπολη, αγνοούσε την ελληνική γλώσσα. Στη Ραβέννα, πρωτεύουσα του βυζαντινού εξαρχάτου, δηλαδή της βυζαντινής Ιταλίας, ήταν πολύ δύσκολο τον 7ο αιώνα να βρεθεί άνθρωπος ικανός να διεκπεραιώνει την ελληνική αλληλογραφία με την αυλή της Κωνσταντινούπολης. Στη βιβλιοθήκη του Ισιδώρου της Σεβίλλης περιλαμβάνονται μερικές μεταφράσεις Ελλήνων Πατέρων, του Ωριγένη και του Ιωάννη Χρυσοστόμου, αλλά ο Ισίδωρος δεν γνώριζε άμεσα κανένα κείμενο, κοσμικό ή εκκλησιαστικό, σε ελληνική γλώσσα. Ο Γρηγόριος της Τουρ δεν γνώριζε ούτε μια λέξη ελληνική, όπως και ο Φορτουνάτος, επίσκοπος του Πουατιέ (530-609), που ομολογεί ότι δεν ξέρει τίποτα για τον Πλάτωνα και τον Αριστοτέλη. Το ίδιο και ο Ιρλανδός άγιος Columbanus.

Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι βρισκόμαστε μπροστά σ’ ένα ναυάγιο. Μόνο μερικά συντρίμμια επιπλέουν: για τον πλατωνισμό, τα λατινικά σχόλια στον Τίμαιο, που έγραψε ο Καλσίντιους, συγγραφέας και μιας αποσπασματικής μετάφρασης του ίδιου διαλόγου στα τέλη του 3ου ή στις αρχές του 4ου αιώνα. Για το νεοπλατωνισμό, τα σχόλια του έγραψε ο Μακρόβιος στο Somnium Scipionis με κάποιες αναφορές στον Πλάτωνα και στον Πλωτίνο, καθώς και ο απόηχος των Εννεάδων που διακρίνεται στο έργο του Ιερού Αυγουστίνου, ο οποίος γνώριζε ένα τμήμα τους από τη χαμένη σήμερα μετάφραση του Βικτορίνου. Ο Αριστοτέλης είχε κάπως καλύτερη τύχη. Ο χριστιανός Βοήθιος μετέφρασε και σχολίασε την Εισαγωγή στις Κατηγορίες του Αριστοτέλη, που είχε γράψει ο πλατωνιστής Πορφύριος, καθώς και τις ίδιες τις Κατηγορίες, και μπορούμε να πούμε ότι με τα έργα του αυτά έθεσε τις βάσεις της μεσαιωνικής λογικής ως τον 13ο αιώνα. Αυτά είναι όλα κι όλα στον κοσμικό τομέα, εκτός αν θελήσουμε να προσθέσουμε εδώ και όσα μπόρεσε να μας διασώσει ο Κασσιόδωρος στο δεύτερο μέρος του έργου Διδασκαλίες εκκλησιαστικών και κοσμικών γραμμάτων, το αφιερωμένο στις artes ac disciplinae liberalium litterarum, δηλαδή αυτό που ο Βοήθιος ονομάζει quadrivium (οι τέσσερις δρόμοι προς τη σοφία ή τη φιλοσοφία: αριθμιτική, αστρονομία, γεωμετρία, μουσική) και trivium (οι τρεις δρόμοι προς την έκφραση αυτής της σοφίας: γραμματική, ρητορική, λογική). Οι σελίδες αυτές του Κασσιόδωρου θα παραμείνουν το σύνολο των πραγμάτων που χρειαζόταν να γνωρίζει ένας άνδρας της Εκκλησίας από τις ελεύθερες τέχνες.

[1] Πωλ Λεμέρλ, «ο πρώτος βυζαντινός ουμανισμός», κεφ. Α΄, σελ. 19-20, ΜορφωτικόΊδρυμα Εθνικής Τραπέζης, Αθήνα 1985.
[2] Π. Κουρσέλ, Les Lettres greques en Occident de Macrobe a Cassiodore, Παρίσι 1943: πρβλ. σελ. 389 κ.ε. (β΄ έκδ. Παρίσι 1948, σελ. 389 κ.ε. – αγγλική μετάφραση, με βιβλιογραφικές προσθήκες, εκδόθηκε στο Καίμπριτζ, Mass. το 1969 με τον τίτλο Late Latin Writers and their Greek Sources). Μπορεί κανείς επίσης να συμβουλευτεί τη διατριβή του Π. Ρισέ, Education et culture dans l’ Occident barbare (VIe-VIIIe siecles), Παρίσι (“Patristica Sorbonensia”, VI) 1962 (επανέκδοση το 1967, ίδια σελιδαρίθμηση): πρβλ. κυρίως σελ. 83-84 (λήθη της ελληνικής γλώσσας), 84-87 (εγκατάλειψη της φιλοσοφικής και επιστημονικής παιδείας), 250 κ.ε. (Γαλατία), 359 (κελτικά μοναστήρια και Ιρλανδία), 395 κ.ε. (Ρώμη) κτλ.

Written by nomosophia

22 Μαΐου, 2009 at 14:58

Αναρτήθηκε στις Παιδεία

Λαογραφία

leave a comment »

δημοτικό τραγούδιΤο δημοτικό τραγούδι[1]

Τα δημοτικά[2] τραγούδια εκφράζουν τον εσωτερικό κόσμο του λαού. Η έκφραση αυτού του κόσμου επιτυγχάνεται με την μουσική και τον λόγο. Ο χορός – και γενικώτερα ο ρυθμός – αποτελεί ένα τρίτο σπουδαίο στοιχείο που συνοδεύει ορισμένες φορές τον λόγο.

Όταν λέμε ότι το δημοτικό τραγούδι είναι ομαδικό δημιούργημα, αναφερόμαστε σε όσα υποστήριξε ο Νικόλαος Γ. Πολίτης (1852 – 1921), ο οποίος ανέλυσε την έννοια της ομαδικότητας του δημοτικού τραγουδιού και περιέγραψε ως εξής τον τρόπο, με τον οποίο γίνεται αυτή η λαϊκή δημιουργία: «Εις των πολλών, έχων το χάρισμα της στιχουργικής δεξιότητος και το μουσικόν αίσθημα ανεπτυγμένον, υπείκων εις εσωτερικήν ώθησιν, εν στιγμή εξάρσεως συνθέτει άσμα, ταυτοχρόνως εξευρίσκων τον ρυθμόν και το μέλος ή προσαρμόζων εις γνωστά»[3]. Το τραγούδι αυτό το ακούει ένας άλλος άνθρωπος του λαού, του αρέσει – βλέπει ότι τον εκφράζει – και το παίρνει, κάποτε μάλιστα επιφέροντας και μερικές αλλαγές, για να το κάνει τελικά περισσότερο σύμφωνο με τα προσωπικά του συναισθήματα. Και συνεχίζει ο Ν. Γ. Πολίτης: «Ούτω δ’ από στόματος εις στόμα διαδιδόμενον καθίσταται κοινόν κτήμα. Έκαστος τραγουδιστής ιδιοποείται αυτό τρόπον τινά ανεπιγνώστως, το ιδιοποιείται απλούστατα και φυσικώτατα καθόσον φέρεται αδέσποτον, και όπερ σπουδαιότερον, καθόσον ευρίσκει εν αυτώ τα πάντα γνώριμα, ουδέν δε ξένον ή ανώτερον των ιδίων νοημάτων και συναισθημάτων, ή και αν εύρει τι τυχόν αλλότριον ή απρόσιτον εις αυτόν το μεταβάλλει ή το αποβάλλει. Είναι δε αδέσποτον το τραγούδι διότι ο πρώτος δημιουργός αυτού δεν κατείχετο υπό του πόθου να καταστήση γνωστόν το όνομά του, αλλ’ αμοιρών φιλολογικής φιλοδοξίας το εποίησε, διότι του το επέβαλεν ανάγκη της καρδίας του»[4].

Οι διάφορες, επομένως μετατροπές, που γίνονται από τραγουδιστή σε τραγουδιστή, μας δίνουν το δικαίωμα να πούμε ότι, τελικά, «ο λαός απεργάζεται την οριστικήν μορφήν των δημοτικών ασμάτων»[5].

Η οριστική, βέβαια, μορφή ενός δημοτικού τραγουδιού δημιουργείται με τον καιρό. Όπως μας πληροφορεί ο Ν. Πολίτης, όταν κάποτε ο Αδαμάντιος Αδαμαντίου (1875 – 1937) άκουσε στην Τήνο ένα κακό τραγούδι και ρώτησε να μάθει τον λόγο της ατέλειάς του, οι χωρικοί του απάντησαν: «Ακόμα δεν το ταίριασαν οι κοπέλλαις το τραγούδι. Θα το ταιριάσουν τον άλλον χρόνο». Δηλαδή, επεξηγεί ο Πολίτης, τον επόμενο χρόνο το τραγούδι θα έπαιρνε την «οριστικήν του διατύπωσιν»[6].

Σύμφωνα με την παραπάνω θεωρία, το δημοτικό τραγούδι είναι γνήσιο λαϊκό δημιούργημα, πλάστηκε από την αρχή και τελειοποιήθηκε μέσα στην καρδιά και το στόμα του λαού.

[1] Π. Δ. Μαστροδημήτρη, «Η ποίηση του Νέου Ελληνισμού», σελ. 48-49, Ίδρυμα Γουλανδρή Χορν, Αθήνα 1991.
[2] Οι λέξεις δημοτικό και λαϊκό χρησιμοποιούνται εδώ ως συνώνυμες. Ειδικότερα, θα λέγαμε, ότι το δημοτικό είναι «το λαϊκό της παράδοσης».
[3] Ν. Γ. Πολίτης, «Γνωστοί ποιηταί δημοτικών ασμάτων», Λαογραφία 5 (1916) 493.
[4] ό.π., σ. 493
[5] ό.π., σ. 494
[6] ό.π., σ. 495

Written by nomosophia

21 Μαΐου, 2009 at 14:58

Αναρτήθηκε στις Γενικά