ΝομοΣοφία

φιλοσοφία, ιστορία, πολιτική, δίκαιο

Archive for Μαΐου 2010

φιλοσοφικοί συλλογισμοί ή περί του καλού και του περιττού

leave a comment »

Το λαμπρό αμάξι[1]

Δε μ’ αναγνωρίζεις ;
– Όχι.
— Είμαι ο Πούλος…
— Ό Πούλος ; Μήπως ο συμμαθητής μου ;
— Ναι, στο Βαρβάκειο…
— Γιώργη !
— Μηνά !
Φιλήθηκαν. Οι ενθύμησες του Βαρβακείου άρχισαν και περνούσαν, σεβάσμια λιτανεία, μπροστά στην όποια πήγαινε με μεγαλοπρέπεια ο κουλουρτζής. Τί μηδενικά ! Τί ξύλο ! Τί χάρτινα κοκόρια ! Τριάντα χρόνια πέρασαν. Ειν’ αγνώριστοι.
— Για πες μου, Πούλο, είπεν ο Μήνας. Είσαι ο εκατομμυριούχος πού ακούγεται τώρα τελευταία ; Ή συγγενής του ;
Ο βαθύπλουτος χαμογέλασε με φιλαρέσκεια.
— Ένας Πούλος πλούσιος υπάρχει, απάντησε. Μα δεν έχω και τόσα. Με παραλένε … Κ’ εσύ, Μηνά ;
— Γραφέας του στρατοδικείου, είπεν ο Μήνας.
Δυο κόσμοι ! Έσφιγγαν ακόμα τα χέρια, όταν είπαν καθένας την κατάσταση του … και τ’ άφηκαν με δυσπιστία. Ένοιωσαν πως ανάμεσα τους είναι τα πράγματα. Ωστόσο, ο πλούσιος έκαμεν ένα ευγενικό κίνημα.
— Περιουσία είναι μόνο οι παλιοί φίλοι, είπε. Θέλω, καϊμένε, να τα πούμε. Να περάσω απ’ το γραφείο σου; Αύριο ;
— Όπως θέλεις.
Την άλλη μέρα σταμάτησεν έξω απ’ το στρατοδικείο το λαμπρότερο ιδιωτικό αμάξι της Αθήνας και ζήτησε τον φτωχόν υπάλληλον με τις 150 δραχμές το μήνα. Ό Μηνάς, κοιτάζοντας απ’ το παράθυρο, ντράπηκε … Μα τούτο είναι θέατρο ! Να κατεβή ; Ν’ άρνηθη ; Κατέβηκε. Ό βαθύπλουτος φίλος τον πήρε περίπατο. Ήταν ένα αμάξι ! Όλα του άξιζαν, ως την τελευταία του βίδα. Τ’ άλογα του ήταν κατάμαυρα και το ρυθμικό των πάτημα άφηνε μια χαυνωτική μουσική. Ό Μηνάς ήταν στενοχωρημένος … Τί θέλει εδώ μέσα ! «Αν τον ιδή κανένας ; Αν έβγαιναν έξαφνα οι φίλοι του απ’ το συνοικιακό καφενείο ή «Πιπεριά» — ω διάβολε !—, σκούρα θα τάχε ! Ωστόσο οι ρόδες κυλούσαν στην οδό Κηφισιάς κι ο κ. Πούλος, χωρίς νάχη την υπομονή να περιμένη, άρχισε την περιγραφή του αμαξιού του. Με λεπτομέρεια καταπληκτική πληροφόρησε το Μηνά για το μισθό των αμαξάδων του, για την ευγενική προέλευση τού λακέ του, για τα προτερήματα και τις ιδιοτροπίες των. Είπε για την καταγωγή των άλογων και για την τιμή των. Προχώρησε στο αμάξι. Από κει κατέβηκε στα λουριά, στις χαβιές — κ’ έφτασε στο σεΐζη. Ο Μηνάς πληροφορήθηκε αμέσως για το ρόλο του. Είναι ο φτωχός φίλος τού πλουσίου ! Θα μαθαίνη τις τιμές. Ειν’ ο θεατής. Φουρκίστηκεν αμέσως με τον εαυτό του, για την υποχώρηση πού έκαμε να γνωρίση ένα νεόπλουτο — και πήρε την απόφαση του. Θα κατάργηση αυτή τη σπατάλη στην ύπαρξη του, αφού άλλως τε στην ύπαρξη του δεν υπάρχει τίποτα περιττό. Κακό δεν είναι. Μα και καλό δεν είναι. Μετά τη θριαμβευτική λοιπόν αμαξάδα, αποτραβήχτηκε, παρουσιάζοντας διάφορες λεπτές δικαιολογίες.
Εδώ όμως γελάστηκε. Ο κ. Πούλος δύσκολα θ’ αφήση το φτωχό θεατή να φύγη. Σε λίγες μέρες, καθώς ο Μηνάς πήγαινε στο δρόμο, πέρασε το λαμπρό αμάξι και τον ψάρεψε. « Με ξέχασες ! » του φώναξεν ό πλούσιος. « Έλα δω ! » Ο αμαξάς με τ’ άσπρα του γάντια έσφιξε τα λουριά των περήφανων αλόγων για να σταματήσουν κι ο ξυρισμένος λακές, ίδιος πρέσβυς βορινής αυτοκρατορίας, άνοιγε την πόρτα του αμαξιού ακίνητος. Τρομαγμένος απ’ το θέατρο τούτο, ο Μήνας αναγκάστηκε να τρέξη και να χωθή στο αμάξι. Αφού τούκαμε πικρές παρατηρήσεις ο βαθύπλουτος, τον οδήγησεν αυτή τη φορά σπίτι του. Εκεί τούδειχνε δυο ολόκληρες ώρες … Τον πήγε στο σαλονάκι της μαστίχας, στη σάλα του λουτρού, στο μπιλιάρδο, στη βορινή ταράτσα, στο μπουφέ. « Αυτό το τραπέζι ειν’ από ξύλο αυστριακό, πού δε σκάει ποτέ … Αυτή ή σαλαμάντρα καίει σαρανταοχτώ ώρες χωρίς να σβήσει … Αυτό το σερβίτσιο είναι … Αυτή η πολυθρόνα έχει δέκα λίρες. Αυτές οι μπίλιες ειν’ ελεφαντόδοντο. Αυτές οι στέκες βιδώνονται.»
Ποτέ ο υπάλληλος του στρατοδικείου δε δίψασε την « Πιπεριά » και τούς φτωχούς του φίλους, όσο αυτές τις δυο ώρες. Μετά την καταμέτρηση τής ξένης περιουσίας, έτρεξε και τούς βρήκε. Ήταν τέσσερες στο καφενείο. Ο απόστρατος υπολοχαγός, ο δικηγόρος χωρίς υποθέσεις, ο εφοριακός υπάλληλος κι ο άνθρωπος πού περίμενε να κερδίση τη δίκη του … Το μηνιαίο εισόδημα των πέντε, μαζί με του Μηνά, δεν ήταν παραπάνω από 700 δραχμές. Μπροστά σε τόση κολοσσιαία φτώχεια, ο Μηνάς έκρινε χρέος του να έξομολογηθή για τις δυο ώρες που πέρασε μ’ έναν εκατομμυριούχο — δηλώνοντας καθαρά πως ξαναπαίρνει στο καφενείο τη θέση του. Δε θα ξαναπατήση στον πλούσιο φίλο. — Για στάσου ! είπεν ο δικηγόρος. Δεν αφήνουν έτσι ένα βαθύπλουτο. Μπορούσες να τον κάμης καλύτερο! Αν του πής να βάνη το χέρι του έτσι δα … στη μικρή τσέπη του γελέκου του …, μπορεί να σώση τον ποιητή μας.
— Τον Κρυστάλλη ! έκαμαν οι άλλοι ξαφνιασμένοι. Να μια ιδέα !
— Δεν έχομε κι άλλη ! Ο γιατρός μούπε σήμερα πως, αν τον πάμε στο Μαρούσι για λίγο, θα δυναμώση το στήθος του και θα γιατρευτή. Όλη η ιστορία είναι πεντακόσιες δραχμές. Μα πώς να βρεθούν ;
— Λοιπόν ;
Όλοι γύρισαν και κοίταξαν το φίλο του πλουσίου. Τούς κοίταξε κι ο Μηνάς. Στη στιγμή ο πλούσιος πήρε τη σημασία της μοίρας ή του θεού.
— Να τις ζητήσω ; είπε. Μα πώς να τις ζητήσω Και σούφρωσε τα χείλια του σα να γεύτηκε λεμόνι …
— Στο διάολο ! είπεν ο απόστρατος, χτυπώντας τη γροθιά του στο τραπέζι. Πες του πως θα πεθάνει μια μέρα !
— Σιγά ! είπεν ο δικηγόρος. Έχει κι ο πλούσιος λαβή — πρέπει να τον πιάσουμε από κει πού πρέπει. Καθαρά, Μηνά, θα του πής πως ένας νέος, διωγμένος απ’ την Ήπειρο, χάλασε το στήθος του δουλεύοντας σ’ ένα τυπογραφείο … Μ’ όλη του την αρρώστεια, πες, γράφει στίχους … για βουνά και κρύα νερά … Τον εκτιμούν ο Δούμας, ο Λάμπρος … Διάβασε του και τίποτα στίχους.
— Στο διάολο ! Τί καταλαβαίνει ο Πούλος από τέτοια ! φώναξε ο απόστρατος και, με νέα γροθιά στο τραπέζι, τίναξε τα νερά των ποτηριών ως το διπλανό τάβλι.
— Πρέπει να τον συγκινήσωμε.
— Θα ψοφήση μια μέρα ! ξανάπεν ο απόστρατος αναμμένος.
— Σωπάτε, είπεν ο Μηνάς.
Η πόρτα άνοιξε και μπήκεν ο Κρυστάλλης. Ερχόταν απ’ το τυπογραφείο, διψασμένος για φως και για λίγη βοή ανθρώπων. Ήταν σα νάβγαινε στον απάνω κόσμο. Χαιρέτησε τούς πέντε, κάθησε δίπλα σ’ ένα τραπεζάκι, πήρε την « Παλιγγενεσία » και τη διάβαζε. Το ξανθό και κοντό μουστάκι του, στριμμένο με προσοχή, τα χωριάτικα μάτια του, πού, έξυπνα μαζί κι αγαθά, φώτιζαν την ωχρή του όψη, κ’ ή μικρή κλίτσα του, από οξυά Ηπειρωτική, που την κρατούσε για μπαστούνι και της καμάρωνε τα λαϊκά πλουμίσματα, έδειχναν κάθε άλλο παρά ποιητή. Πού η γούνα τού Συνοδινού, το ψηλό του Παράσχου και τα μαλλιά του Νικολάρα ! Μη βλέποντας τίποτε απ’ τα φοβερά σημεία στον ταπεινό Ηπειρώτη, δίστασεν η συντροφιά στην αρχή να πιστέψη πως είναι ποιητής, αφού μάλιστα οι στίχοι του, καθώς λένε, είναι γεμάτοι τσοπάνικες λέξεις. Μα με τέτοιο λεπτό και συμπαθητικό μυστήριο τον είχε περιτυλίξει ο Μηνάς — αυτός τους τον είχε γνωρίσει —, παρασταίνοντας τον καϊμό του για την Ήπειρο και τον αγώνα του για τη ζωή, ώστε τους άγγιξε την ψυχή — και να ! οι τέσσερες απλοϊκοί πελάτες της « Πιπεριάς », πού δεν είχαν ποτέ κανένα ενδιαφέρον για τα γράμματα και την ποίηση, βρέθηκαν άξαφνα ενωμένοι σε μια ευγενική συνωμοσία για τον ποιητή — αφού τόσες άλλες φροντίδες γι’ αυτόν είχαν αποτύχει.
Έτσι ο Μηνάς, πού δε ζήτησε τίποτα στη φτωχή ζωή του από κανένα, χτύπησε το κουδούνι του εκατομμυριούχου.
Μια βαρύτατη πόρτα άνοιξε με μοναδική οκνηρία από ένα θυρωρό, πού ο Μηνάς τον βρήκε αμέσως περιττό, καθώς και ήταν. Μέσα από αμέτρητα αντικείμενα, από περιττά έπιπλα, φορτωμένα με βασανισμένα σκαλίσματα, από βαριές σάλες βυθισμένες σε κρύα επισημότητα, η οποία φώναζε τις τιμές και τις μάρκες, ο καλός μας γραφέας τού στρατοδικείου, ακολουθώντας ένα περιττό καμαριέρη, οδοιπορούσεν απάνω σε χαλιά κι όλο πήγαινε και δεν έφτανε. Επί τέλους, κάποτε απάντησε τον άνθρωπο, στον όποιον χρησίμευεν όλο εκείνο το διάστημα ! Ό πλούσιος τον δέχτηκε με χαρές και χτυπήματα στην πλάτη. Αφού τον έβαλε να καθήση σε μια τεράστια πολυθρόνα που του χτυπούσε τα κόκκαλα και κάθησεν ο ίδιος μπροστά σ’ ένα ακριβότατο γραφείο χωρίς γραφικά είδη, τον ρώτησε πώς ήταν αυτό το ευχάριστο.
— Έχω, καϊμένε, κάτι να σου πω, είπεν ο Μηνάς και ξεροκατάπιε.
Κομπιάζοντας, ιδρώνοντας, το είπε. Αλλιώτικα τα είχε σχεδιάσει, αλλιώτικα τ’ άρχισε. Κι αφού τ’ ανακάτεψε δυο τρεις φορές και τάχασε, τάφερεν επί τέλους στην άκρη. Ο πλούσιος άκουσε με προσοχή και με το μάτι καρφωμένο απάνω του.
— Καλά ! απάντησε. Κάτι θα κάνω γι’ αυτόν το νέο. Πέρασε την Τετάρτη. Αυτήν την ώρα.
Απ’ τη χαρά του ο Μηνάς έτρεχε σχεδόν στο δρόμο.
Ο πλούσιος έμεινε μόνος του … και μετάνοιωσε. Βηματίζει απάνω και κάτω. Τί έκαμε ; Υποσχέθηκε. Ήταν ασυλλόγιστο. Έπρεπε να πή « αδύνατο » ! Τάβαλε με τον εαυτό του. « Ποιητής ; Ταμπουράδες δηλαδή ! Ο Μηνάς λοιπόν θα με πήρε για λάχανο, αφού ζητάει να πληρώσω λαλούμενα … » Σταμάτησε. Σαν αστραπή ο νους του αναμετράει την περιουσία του. Έπειτα πιάνει τη μέση του. Νοιώθει πώς ξύπνησε κάποιος ρευματισμός του. Άλλος ένας στο δάχτυλο. Είναι τηλεγραφήματα ! Συλλογιέται πως η ζωή είναι λίγη … Άκουσε κάποτε διάκο με ψιλή και τραγική φωνή να λέη το Ευαγγέλιο: « Άφρον, άφρον, ταύτη τη νυκτί … » Γέρνει προς το μέρος της καλωσύνης. Θα θυσιάση τις πεντακόσιες δραχμές. Τις μισές καλύτερα … Έτσι γίνονται και τα δυο. Μα πάλι δεν πρέπει να κάμη τόσο κακή φιγούρα στο Μηνά. Θα τις δώση καλύτερα όλες. Μα όλες είναι πολλές. « Α, όχι ! »
Κι αρχίζοντας μετρήματα και πολύπλοκη αριθμητική, καθώς πήγαινε δώθε, κείθε και βγάζοντας αυτές τις πεντακόσιες δραχμές, έβλεπε πως στην τεράστια περιουσία του γίνεται μια μικροσκοπική τρύπα — πού μολαταύτα είναι κάτι τι. Μια δαπάνη πού δε θα δώση τίποτα. Και συλλογιέται: « Αν αυτός ο ένας γίνη δυο ; Αν βρεθή κι άλλος Μηνάς ; Και παρακάλεση γι’ άλλον ; Και βοηθήση δεύτερο, τρίτο, τέταρτο; Η τρύπα θα μεγαλώση. Αν ο διάβολος τα φέρη και πέσουν οι τάδε μετοχές ; Αν δε μπόρεση να τοποθέτηση την παραγωγή των δύο εργοστασίων του ; Αν γίνη κανένα πατατράκ — όλα γίνονται — ποιος ξέρει τί (αύτη τη στιγμή είδε μπροστά του όλες τις καταστροφές, αναρχίες, πολέμους, θεομηνίες) — κι αν μετά τριάντα χρόνια βρεθή στο δρόμο και δεν τον περιμαζέψη ούτε το πτωχοκομείο ; … Τί ; »
Την Τετάρτη στο ραντεβού, κάνοντας όλη τη δυνατή προσπάθεια να είναι ψυχρός κ’ επίσημος, είπε στο Μηνά :
— Δυστυχώς, είναι τέτοιες οι περιστάσεις … όχι πως δεν έχω την περιουσία μου …, αν και δεν είναι το τεράστιο ποσόν πού λένε …, αλλά, τέλος πάντων…, τί μου κόστισαν αυτά τα χρήματα …, να σου τα διηγηθώ καμμιά φορά …, εγώ που με βλέπεις επείνασα … στη Ρουμανία, μάλιστα … εδώ κ’ είκοσι χρόνια … οπωσδήποτε, για το ζήτημα του φίλου σου του ποιητή … δε θα μπορέσω προς το παρόν να τον βοηθήσω … εξαιρετικώς ήρθαν οι περιστάσεις δύσκολες … έξοδα πολλά … προς το παρόν είπα … αργότερα δεν αποκλείεται … εννοείς τη στενοχώρια μου … να δυσαρεστήσω τον παλιό συμμαθητή … αλλά οι περιστάσεις … προς το παρόν … μ’ όλη την καλή θέληση … εννοείς …
— Εννοώ, είπεν ο Μήνας, μα μη στενοχωρείσαι, φίλε μου. Έχομε τόσα άλλα να πούμε !
— Θέλεις να σου δείξω τα όπλα μου ; ρώτησε ο πλούσιος, ενθουσιασμένος γιατί τον βοήθησε στο ξεγλίστρημα.
Αν και δεν είχε ποτέ τουφεκίσει ο Μηνάς παρά μόνο σε μια επιστρατεία κ’ ήταν εντελώς άπληροφότητος για τη σημασία ιδίως των φονικών οργάνων μονομαχίας, αναγκάστηκε να περιεργαστή μια πλούσια συλλογή τέτοιων σιδερικών και ν’ ακούση τις χρονολογίες και τις τιμές τού καθενός — μόνο και μόνο για να καταπιή ευκολώτερα τη διάψευση του. Μέσα του αναθεμάτιζε τον εαυτό του … Τί θέλει εδώ ; Πάλι θεατής ; Γιατί μαθαίνει αυτές τις τιμές ; Επρόδωσε την καϊμένη τη φτώχεια του ! Ακολούθησε μια φορά τον πλούσιο φίλο — εγλίστρησε. Να τώρα το αποτέλεσμα. Ονειρεύτηκε μια καλή πράξη και βγήκε γελασμένος. Είχε ξεχάσει λοιπόν πώς δυο αντίθετοι κόσμοι μόνο σε σύγκρουση έρχονται, ποτέ σ’ επαφή ! Έδωκε το χέρι με προσποιητή αταραξία στον πλούσιο. Εκείνος το κράτησε.
— Στάσου, απάντησε. Το αμάξι μου ειν’ έτοιμο, θα βγούμε μαζί.
— Μα γιατί με τ’ αμάξι ; Θα πάω πεζή.
— Δε σ’ αφήνω να φύγης πεζός! είπεν ο νεόπλουτος μ’ επιμονή.
Κι αλήθεια, συνήθιζε αυτές τις θριαμβευτικές προπομπές.
Ο Μηνάς δε μπόρεσε ν’ αντισταθή. Κοντά στην Καπνικαρέα ο ιδιοκτήτης κατέβηκε με μεγαλοπρέπεια, λέγοντας στον αμαξά: « Θα πας τον κύριο εκεί που θέλει.» Έτσι ο Μηνάς βρέθηκε μόνος του στο λαμπρό αμάξι, ενώ τ’ άλογα τον πήγαιναν με καλπασμό για ν’ αναγγείλη την αποτυχία του. Ποιος ετοίμασεν αυτή τη φαντασμαγορία ; Το Κακό βέβαια. Τα έργα του έχουν τέχνη — δεν είναι ποτέ απλά. Ορίστε ! Λιακάδα του Γενάρη. Τα μαύρα άλογα τεντώνουν τις στέρεες καμπύλες των, ξεπετιέται το λαμπρό των ανάγλυφο. Αγάλματα ο αμαξάς κι ο λακές. Η γυαλάδα τού λαντώ καθρεφτίζει τα σπίτια και τούς διαβάτες. Λουριά, πόρτες, πόμολα, στολίδια του, είναι ύμνος προς το περιττό. Σκέφτηκε αμέσως να κατεβή … Μα όχι ! Θα μείνη, για να την εκτέλεση αυτήν την κωμωδία ως το τέλος ! Θα βοηθήση τη δύναμη τού Κακού. Τρελλή διάθεση τον έπιασε να παίξη τα παιγνίδια της, μανία για να διαπόμπευση τον πλούσιο — και τον εαυτό του, που πίστεψε στον πλούσιο. Εμπρός ! Θα οδήγηση τουλάχιστον το αμάξι του σε σοκάκια. Θα το σταματήση στην « Πιπεριά » ! Θέλει να το χώση σε λαϊκή συνοικία. Κι αφού πέρασε τούς δρόμους Αιόλου και Πατησίων, καταδικάζοντας δυο τρεις γνώριμους του διαβάτες σε κωμικήν ακινησία, ως που να βεβαιωθούν αν είναι ξύπνοι ή κοιμούνται, κι αφού χαιρέτησεν άλλους δυο τρεις με βαρύ και φιλάνθρωπο ύφος, έφτασε. Στην πόρτα βγήκε ο καφετζής μ’ ανοιχτό το στόμα, κεραυνωμένος.
— Είναι κανένας μέσα ;
— Τώρα μόλις έφυγαν, δεν ειν’ ένα τέταρτο.
Α, όλα πάνε στραβά λοιπόν ; Θ’ αποτύχη κ’ η παράστασή του ; Μα αυτή πρέπει να πάη καλά ! Σκέφτηκεν αμέσως το μαγειριό του Ρούκα η «Αμφιλοχία». Εκεί τρώει πάντοτε ο Κρυστάλλης — ας πάη να τον ξαφνίση ! Τουλάχιστον θα γελάσουν μαζί. Εμπρός ! Το μεγαλόπρεπο αμάξι με προσοχή και με δυσκολία μπήκε σ’ ένα σοκάκι πού δεν είχε ξαναϊδή τροχό.
— Εδώ ! είπεν ο Μηνάς.
Νέος κεραυνός έπεσε στο λαϊκό μαγειριό. Δυο τρεις κατσαρόλες άχνιζαν. Μερικοί μαστόροι κουτσόπιναν κι ο ιεροψάλτης της ενορίας, με κόκκινη μύτη, γευμάτιζεν, έχοντας μπροστά του το μεγάλο ποτήρι με την κεχριμπαρένια ρετσίνα. Μα η γωνιά του Κρυστάλλη ήταν αδειανή.
— Δεν ήρθεν από χτες ο κυρ Κώστας, είπεν εμβρόντητος ο μάγερας. Η ατυχία εξακολουθούσε ! Απελπισμένος ο Μηνάς οδήγησε το αμάξι στην οδό Πατησίων. Εκεί κατέβηκε κ’ έδωσε τέλος στη φαντασμαγορία.
Ωστόσο, ή λαϊκή συνοικία σηκώθηκε όλη στο πόδι. Τα παράθυρα χάσκουν περίεργα, τα λαδικά πέτρωσαν στην πόρτα, οι άνθρωποι έχουν τη μύτη στον αέρα, μήπως πέση από ψηλά καμμιά εξήγηση για το μετέωρο πού ήρθε κ’ έσβησε. Ο καφετζής της « Πιπεριάς » βυθίστηκε σε συλλογισμούς. Ο μάγερας της « Αμφιλοχίας», κατάπληκτος για την τιμή, κάνει χοντρά λάθη με την κιμωλία στο λογαριασμό του ιεροψάλτη. Ο γερο κουλουρτζής του δρόμου, που το θεωρούσε προσβολή του να συμβή τίποτε χωρίς να το μάθη, μετακινώντας εδώ κ’ εκεί τον ταβλά του, έκαμε γνωστό επί τέλους στη συνοικία πως το αμάξι ζητούσε κάποιο γείτονα ποιητή Κρυστάλλη απ’ την Ήπειρο. Και τότε σα θύελλα σηκώθηκε ο θαυμασμός γύρω στο ασήμαντο υποκείμενο, που ως τότε κανείς δεν το είχε προσέξει. Έλεγαν πως έστειλεν ο υπουργός να του δώσουν το παράσημο … Μια γριά βεβαίωνε πως, καθώς άκουσεν, ο βασιλιάς του μήνυσε να πάρη τα γραψίματα του και να καθήση στο παλάτι. Για άλλους το αμάξι ήταν του Συγγρού. Κατά το λέγειν τού φαναρτζή, ο ξυρισμένος δίπλα στον αμαξά ήταν ο ίδιος ο Τσυγγρός. Ξανακάνοντας ο κουλουρτζής το γύρο, πληροφορήθηκε πώς το αμάξι είχε να παραδώση στον Κρυστάλλη δυο σακκουλάκια λίρες, σφραγισμένα με βουλοκέρι. Καθώς ανέβαινε, το νέο έφτασεν επί τέλους και στο απλησίαστο σοκάκι του Κρυστάλλη και μαθεύτηκεν απ’ τη σπιτονοικοκυρά του. Η γριά, που τον περιφρονούσε και τον γκρίνιαζε, αδιάφορη για τις δέκα δραχμές πούπαιρνε το μήνα, ξαφνίστηκε για το παράδοξο μήνυμα και, κρατώντας ένα μεγάλο μέρος της τιμής για το πρόσωπο της, έτρεξε να τού τα πή. Τον είδε τυλιγμένο στο παλτό του και σκυμμένον στό τραπέζι.
Ο ποιητής είχε από χθες λίγο πυρετό. Στο τραπέζι του ήταν δυο ποτήρια, ένα κουταλάκι κ’ ένα κουτάκι με. χάπια. Έπειτα τα βιβλία του: Ο Βαλαωρίτης — η Γραφή — μια Γεωγραφία της Ηπείρου —Ένας τόμος του Παράσχου —ένα βιβλίο τού Λάμπρου — το περιοδικό «Εστία» του Κυριακού — ένα λεξικό — λίγα φύλλα άσπρο χαρτί. Στη γωνιά η κλίτσα του. Στον τοίχο δυο τρεις ξεβαμμένες φωτογραφίες, μια τσίτσα κρεμασμένη κ’ ένα ξερό κλαράκι μελικοκκιάς με τους κόκκινους κόμπους του καρπού της. Δε θέλησε να πέση στο κρεββάτι, για να του φύγη η ιδέα της αρρώστειας. Καθισμένος μπροστά στο μικρό του τραπέζι, τυλιγμένος με το παλτό του, έγραφε. Δεν ήταν εδώ ! Ταξίδευε στα Γιάννενα … Έγραφε κ’ έσβηνε … Ανέβαινε σε ηπειρώτικους γκρεμνούς, άκουγε κοτσύφια … Έδιωχνε τον Τούρκο … Δέντρα φυσούσαν στο κεφάλι του, ο καταρράχτης των Τζουμέρκων βροντούσε και χιόνιζε στα πόδια του. Η θέρμη άναβε τη φαντασία του κ’ η φαντασία του τη θέρμη.
— Καλά, κυρά – Γιάνναινα, είπεν ο ποιητής ακούοντας το νέο. Ύστερα τα ξαναλέμε.
Και την έδιωξε.
Όσο κι αν ταξίδευε στη χώρα της φαντασίας, την πραγματικότητα δεν την έχασεν ούτε αυτήν τη στιγμή ! Κατάλαβε πως θάταν κάποιο φιλικό αστείο … Τί άλλο θάταν ; Όπου είχε καταφύγει, ζητώντας να βγή από το τυπογραφείο για να γλυτώση, βρήκε την αποτυχία. Το πεπρωμένο του δεν κάνει λάθη ποτέ. Ο κόρακας ν’ ασπρίση, αυτό πού γίνεται σ’ έναν αδικημένο ποιητή θα γίνεται. Ποιός πλούσιος τρελλάθηκε για να το χαλάση ; Δεν υπάρχει δύναμη ικανή να τον γλυτώση ! «Αν ξανασάνω εγώ», συλλογιέται, «μπορεί να γκρεμιστή ο κόσμος !» Και, κοιτάζοντας γύρω του στη γυμνή βυθισμένη κάμαρα, συλλογίστηκε πώς είναι ίσως χρήσιμα τα δεινά του, όσο και το άστρο εκείνο πού λάμπει έξω απ’ το θαμπό τζάμι και πώς, όλα μαζί, ο κόσμος κι αυτός κ’ ή φτώχεια του, πηγαίνουν ποιός ξέρει σε ποιο σκοπό … Το Κακό έχει γνώση, πείσμα και τέχνη.
Έξω η γειτονιά τον βύθιζε στα εκατομμύρια.
Ο ποιητής έσκυψε και ξανάρχισε, κρυώνοντας μέσα στο παλτό του, να γράφη το « Σταυραϊτό ».

[1] Ζαχαρία Παπαντωνίου, Διηγήματα, Εστία

Written by nomosophia

26 Μαΐου, 2010 at 14:58

Αναρτήθηκε στις Λογοτεχνία

ελληνική παιδεία

leave a comment »

Η Ελληνική Θεματογραφία στη Δύση[1]

Όχι εξαντλητικές αλλ’ οπωσδήποτε αρκετές είναι οι πληροφορίες που διαθέτουμε τώρα πια για τα παιδευτικά συστήματα των υστεροβυζαντινών, τόσο στον ελληνικό χώρο, από τον 11ο αιώνα, όσο και μεταγενέστερα στη Δύση, με τη διάδοση της γνωστής σχολικής μεθόδου της «Σχεδιογραφίας». Και χάρις σε πρόσφατες σχετικές διαφωτιστικές μελέτες, μπορούμε να παρακολουθήσουμε τώρα και τη μετοίκηση της ελληνικής παιδείας στη δυτική Ευρώπη, και μάλιστα στη γειτονική Ιταλία.
Αντίθετα ελάχιστα είμαστε πληροφορημένοι για την περίοδο της Τουρκοκρατίας και, ακριβέστερα, για τους δύο πρώτους μετά την Άλωση αιώνες. Και η ένδεια αυτή των πηγών στην έρευνα, που στρέφεται στην αναζήτηση των αποτυπωμάτων μιας καινούργιας σκοτεινής εποχής, που προσπαθεί να συνδέσει τα στοιχεία της ζωής της τόσο στην Ελλάδα όσο και στον έξω ελληνισμό κατά τους αμέσως μετά την Άλωση χρόνους, δυσχεραίνει την αναδρομική εξέταση και δημιουργεί βαθύ χάσμα δύο αιώνων στη συνθετική μελέτη που θα είχε για αντικείμενο τη σχολική αγωγή των Ελλήνων στους χρόνους εκείνους. Γνωστό ότι ο ώριμος προσφυγικός Ελληνισμός, ακολουθώντας το φυσικό του ρεύμα, βρήκε για δεξαμενή την Ιταλία και εκεί έρριξε τους χειρόγραφους πνευματικούς θησαυρούς του. Γνωστή είναι και η πορεία των πραγμάτων στις αυλές των Μαικηνών και στα Πανεπιστήμια, γνωστός και ο σκοπός της εκεί παιδευτικής αγωγής, που δεν ήταν άλλος, από ελληνικής πλευράς, παρά μόνο μια παραλλαγή της ντόπιας προσπάθειας για κλασική μόρφωση.
Ποια ήταν όμως η πορεία για τα πρώτα βήματα; Ποιο πνευματικό σύστημα στέγασε τους στερημένους από πνευματική περιουσία μικρούς Έλληνες πρόσφυγες, και ποια πρρετοιμασία τους επέτρεψε να αναδειχθούν αργότερα μεγάλοι δάσκαλοι στα ελληνικά γράμματα;
Τα προβλήματα αυτά διαφωτίζονται τώρα, τουλάχιστον εν μέρει, για τους Έλληνες της Δύσης με τους ελληνικούς κώδικες του 16ου αι. 1733, 1826, 1890, της βατικανής βιβλιοθήκης και, συμπληρωματικά, και με μερικούς άλλους, που βοηθούν στην προσπάθεια να εντοπίσουμε το σχολικό συνοικισμό του μετέωρου στην Ιταλία μετά την Άλωση εφηβικού Ελληνισμού.
Πρόκειται για τρία υποδείγματα θεματογραφίας, που το περιεχόμενο τους, αν και συγγενικό, έχει διαφορετική προέλευση.
Ο πρώτος κώδικας, δηλ. ο 1733, είναι ένα είδος «βιβλίου του δασκάλου». Σ’ αυτόν έχουν συγκεντρωθεί συστηματικά και με παιδαγωγική μέθοδο διάφορα γυμνάσματα, πρώτα απλούστερα με μικροπερίοδες αυτοτελείς φράσεις, έπειτα κάπως δυσκολότερα με εκτενέστερα δοκίμια σε συνεχή λόγο, όπως μύθους και νουθετικά αφηγήματα.
Αυτά τα γυμνάσματα καθαρογραμμένα και σε τελική μορφή, χρησίμευαν στο δάσκαλο για να διαλέγει την κάθε φορά, σύμφωνα με το μάθημα της ημέρας, και να υπαγορεύει στους μαθητές του το «Κοινόν» κείμενο, που αυτοί έπρεπε να μεταφράσουν στο «Ελληνικόν». Τις μεταφράσεις αυτές εσύγκρινε ο δάσκαλος με την έτοιμη μετάφραση της θεματογραφίας του, που τον διευκόλυνε στη διόρθωση. Η θεματογραφία αυτή που είναι η παλαιότερη και εκτενέστερη, τουλάχιστον από όσες γνωρίζουμε μέχρι σήμερα, είναι συλλογή από μικρότερες συλλογές, όπως θα φανεί στην ευρύτερη μελέτη που ετοιμάζω γι’ αυτό το κείμενο. Οι άλλοι δύο κώδικες, ο 1826 και ο 1890, περιλαμβάνουν αντίθετα, ο καθένας χωριστά, μερικά δείγματα από μαθητικές ασκήσεις. Δεν είναι πολλά σε αριθμό, είναι όμως πολύ χαρακτηριστικά και αρκούν ωστόσο να μας δώσουν ακριβή εικόνα της εργασίας. Οι πολλές διαγραφές και διορθώσεις, που υπάρχουν στο κείμενο, μας δείχνουν πώς γινόταν αυτή η εργασία, κάτω από την καθοδήγηση του δασκάλου, κατά τη διάρκεια του μαθήματος και ταυτόχρονα αποτελούν μαρτυρίες της σχολικής επίδοσης.
Με τους παραπάνω κώδικες ευρύνεται η όραση και παίρνει άλλη διάσταση η γνώση της εκπαιδευτικής αγωγής των Ελλήνων κατά τον 16ο αιώνα στην Ιταλία και συγκεκριμένα στη Ρώμη.
Πράγματι με τη βοήθεια πολλών ενδείξεων — που δεν έχουν θέση εδώ, σε μια ανακοίνωση — φθάσαμε στο συμπέρασμα ότι τα κείμενα αυτά ήταν προορισμένα για τη γλωσσική διδασκαλία στο ελληνικό Κολλέγιο της Ρώμης, που συγκέντρωνε πρόσφυγες απ’ όλη την Ελλάδα.
Είναι γνωστό ότι ένα πρώτο ελληνικό σχολείο στη Ρώμη ιδρύθηκε από τον φιλόμουσο πάπα Λέοντα το Γ, έπειτα από υπόδειξη του σοφού Έλληνα δασκάλου Ιανού Λάσκαρη, που στάθηκε και ο πρώτος διευθυντής του. Η ζωή όμως του σχολείου αυτού, αν καί είχε καλούς καρπούς, ήταν βραχύβια.
Αργότερα, το 1576, ιδρύθηκε νέο σχολείο, το Κολλέγιο του Αγίου Αθανασίου της Ρώμης από τον πάπα Γρηγόριο τον ΙΓ’, με σκοπό την περισυλλογή και ελληνοπρεπή μόρφωση νεαρών Ελλήνων, για να ξεφύγουν από τα πνευματικά σκοτάδια της δουλείας. Το Κολλέγιο αυτό, ξεπερνώντας πολλές δυσχέρειες, κατόρθωσε να επιζήσει για αιώνες και να λειτουργεί ακόμη σήμερα στη Ρώμη, αλλάζοντας φυσικά στο μεταξύ και σκοπό και οργάνωση. Ανεξάρτητα δε από τις θρησκευτικές καταβολές, είναι βέβαιο ότι η συμβολή του Κολλεγίου στα ελληνικά γράμματα είναι σημαντική, γιατί απ9 αυτό βγήκαν μεγάλες πνευματικές μορφές τα χρόνια της Τουρκοκρατίας.
Ειδικότερα για το ακολουθούμενο σύστημα διδασκαλίας στο Κολλέγιο, από τον οργανισμό του μαθαίνουμε ότι οι μαθητές, που έμπαιναν σ’ αυτό σε ηλικία γύρω στα 14 χρόνια, άρχιζαν τις σπουδές τους με τα γλωσσικά μαθήματα, δηλαδή με τη διδασκαλία της γραμματικής, έχοντας για βάση το κείμενο του Κωνσταντίνου Λάσκαρη.
Για τον πρώτο, λοιπόν, αυτόν κύκλο της γλωσσικής αγωγής στην ελληνική, όπως ονομαζόταν τότε η αρχαία γλώσσα, φαίνεται ότι προοριζόταν η θεματογραφία του δασκάλου, που αναφέραμε, και που, όπως είπαμε, περιλαμβάνει σύντομες ασκήσεις ή εκτενέστερα δοκίμια σε μορφή γυμνασμάτων, που είναι γραμμένα στη δημοτική και μεταφρασμένα στην αρχαία, γιατί αυτή ήταν η συνηθέστερη και ασφαλέστερη μέθοδος, κατά την τότε αντίληψη, για τη γλωσσική κατάρτιση των μαθητών.
Το σύστημα αυτό, που εγκαινιάστηκε στην κυρίως Ελλάδα και που το μιμήθηκαν οι δάσκαλοι μας και στα ελληνικά σχολεία της Δύσης, διατηρήθηκε όλη την περίοδο της Τουρκοκρατίας. Μια παραστατική εικόνα μας δίνει γι’ αυτό ο Κοραής: «Η θεματογραφία συνοδεύει το συντακτικό μέρος της Γραμματικής … Εις τον καιρόν μου οι διδάσκαλοι ελάμβανον οδηγόν της θεματογραφίας τα είδη του ρήματος κατά την διαίρεσιν του Λασκάρεως. Έδιδον εις τους μαθητάς εις κοινήν γλώσσαν θέμα της επινοίας αυτών ηθικόν ή ιστορικόν, του οποίου όλα τα ρήματα έπρεπε να ήναι του πρώτου είδους, ήγουν από τα συντασσόμενα με αιτιατικήν. Το θέμα τούτο μεταφράζετο Ελληνιστί από είκοσι, φερ’ ειπείν, μαθητάς, οι οποίοι παριστάνοντο έπειτα εις τον διδάσκαλον με τας είκοσι μεταφράσεις και ο διδάσκαλος έκαμνεν είκοσι λογών διόρθωσιν εις αυτάς. Αφ’ ου ικανώς εγυμνάζοντο εις το πρώτον είδος, μετέβαινον εις το δεύτερον, ήγουν τα με δοτικήν συντασσόμενα ρήματα, και ούτω καθεξής». «Έπρεπε, λοιπόν, ο διδάσκαλος … να συντάσση αυτός Ελληνιστί όλον το θέμα, και να το δίδη εις τους μαθητάς, ως χειραγωγόν του δευτέρου θέματος, και τούτο πάλιν διωρθωμένον τον αυτόν τρόπον, του τρίτου, και ούτω καθεξής».
Μετά απ’ αυτόν τον πρώτο κύκλο της γραμματικής και του γλωσσάριου, οι μαθητές ήταν πια έτοιμοι για σοβαρότερες επιδόσεις, όπως για τη σύνταξη επιγραμμάτων και διαφόρων στιχουργημάτων, που πολλά απ’ αυτά σώζονται σε ανέκδοτα χειρόγραφα.

[1] Μαρίας Μαντουβάλου, «Κείμενα και μελέτες μεσαιωνικής και νεοελληνικής γραμματείας», σελ. 241-245, εκδόσεις Τολίδη, Αθήνα 1990.

Written by nomosophia

19 Μαΐου, 2010 at 14:58

Αναρτήθηκε στις Παιδεία

Διπλωματία

leave a comment »

1923
Η ελληνική πρωτοβουλία για την υποχρεωτική ανταλλαγή των πληθυσμών, η εξαίρεση των Μουσουλμάνων της Δυτικής Θράκης και το ζήτημα του Οικουμενικού Πατριαρχείου.[1]

Η διευθέτηση των συνοριακών διαφορών μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας συνοδεύτηκε χρονικά από το διακανονισμό και της τύχης των μειονοτήτων στις δύο χώρες με βάση την αρχή της ανταλλαγής των πληθυσμών. Οι όροι, εν τούτοις, της τελικής αποφάσεως είχαν διαγραφεί προτού αρχίσουν οι ειρηνευτικές διαπραγματεύσεις. Η πρόθεση της Άγκυρας να απαλλαγεί από την παρουσία κάθε αλλογενούς στοιχείου, οργανικά συναρτημένη με την εθνικιστική πολιτική του Νεοτουρκικού Κομιτάτου, είχε, μετά την επικράτηση στο πεδίο των μαχών, οδηγήσει στην αμείλικτη δίωξη και τη μαζική εξόντωση των Ελλήνων τής Μ. Ασίας. Η συγκεκριμένη πρόταση για την υποχρεωτική ανταλλαγή των πληθυσμών, κάτω από τις συνθήκες αυτές, θα διατυπωθεί, όπως αποδεικνύουν πρόσφατες έρευνες, από την ελληνική πλευρά. Στις 13 Οκτωβρίου, ευθύς μετά την υπογραφή της ανακωχής και την ουσιαστική αποκατάσταση της τουρκικής κυριαρχίας στην ανατολική Θράκη, ο Βενιζέλος είχε τηλεγραφήσει στον Φρίτζχοφ Νάνσεν, ειδικά εντεταλμένο επίτροπο τής Κ.Τ.Ε. για την παροχή αρωγής στους πρόσφυγες:

«Ο υπουργός των Εσωτερικών της κυβερνήσεως της Άγκυρας δήλωσε, πριν από 15 μέρες, ότι οι Τούρκοι έχουν αποφασίσει να μην ανεχθούν στο έξης την παρουσία των Ελλήνων στα οθωμανικά εδάφη θα προτείνει λοιπόν στην προσεχή συνδιάσκεψη την υποχρεωτική προσφυγή στην ανταλλαγή των πληθυσμών, ελληνικού και τουρκικού. Η προσέγγιση του χειμώνα θα καταστήσει την επίλυση του προβλήματος της κατοικίας των προσφύγων δυσχερέστερη ακόμη και από εκείνη του ανεφοδιασμού τους. Λαμβάνω το θάρρος να σας παρακαλέσω επίμονα να προβήτε στη λήψη κάθε αναγκαίου μέτρου προκειμένου να επιτευχθεί η έναρξη της μετακινήσεως των πληθυσμών πριν από την υπογραφή της ειρήνης …»

Η δραματική πρωτοβουλία του Έλληνα πολιτικού ήταν απότοκη της ψύχραιμης σταθμίσεως των τετελεσμένων γεγονότων: η μαζική φυγή των τελευταίων υπολειμμάτων του ελληνικού στοιχείου από τα εδάφη της Μικρασίας, του Πόντου και, ήδη, της Θράκης είναι αδύνατο να ανακοπεί, αν δεν εξασφαλιστεί έγκαιρα η αντίστοιχη απαλλαγή των βόρειων ελληνικών επαρχιών από την παρουσία των μουσουλμανικών πληθυσμών, δυνατή μόνο με συμβατική πράξη, η Ελλάδα θα στερηθεί πλέον από κάθε μέσο πίεσης για την εκτόπιση τους.

Η υιοθέτηση της προτάσεως και η ανάληψη της διαμεσολαβητικής πρωτοβουλίας από τον ύπατο αρμοστή της Κ.Τ.Ε., με τη θετική συμπαράσταση και των συμμαχικών κυβερνήσεων, δεν θα αρκέσει, εν τούτοις, για να οδηγήσει στην επίτευξη άμεσης συμφωνίας. Η ασυγκράτητη έξοδος των ελληνικών πληθυσμών από τα τουρκικά εδάφη αρκεί για να ερμηνεύσει την παρελκυστική τακτική της Άγκυρας: εφόσον θα είχε οριστικά απαλλαγεί από την παρουσία του ελληνικού στοιχείου, η τουρκική κυβέρνηση θα ήταν δυνατό να διαπραγματευθεί από διαφορετική θέση το καθεστώς της μουσουλμανικής μειονότητας στη Μακεδονία, τη Θράκη, το ανατολικό Αιγαίο και την Κρήτη. Μολοντούτο, η ουσιαστική σύγκλιση των απόψεων θα επιτρέψει, με τη δραστική παρώθηση και των συμμαχικών αντιπροσωπειών, τη σύντομη επίτευξη συμφωνίας στο πλαίσιο των εργασιών της ειρηνευτικής συνδιασκέψεως. Η θεσμοθέτηση, όμως, του υποχρεωτικού χαρακτήρα της ανταλλαγής θα συνοδευόταν από την πρόβλεψη της εξαιρέσεως, μετά από επίμονο ελληνικό αίτημα, των Ελλήνων της Κωνσταντινουπόλεως και, σε αντιστάθμιση της, των μουσουλμάνων της δυτικής Θράκης.

Η παρέλκυση της τελικής συμφωνίας για την ανταλλαγή των πληθυσμών είχε, στο πλαίσιο των ειρηνευτικών διαπραγματεύσεων, συνυφανθεί και με το ζήτημα της έδρας και των προνομίων του Οικουμενικού Πατριαρχείου. Το πρόβλημα ανέκυψε οξύ όταν, στις 16 Δεκεμβρίου 1922, ή τουρκική αντιπροσωπεία κατέθεσε στη Συνδιάσκεψη το κείμενο διακηρύξεως της Μεγάλης Εθνοσυνελεύσεως: Μετά την κατάλυση του οθωμανικού καθεστώτος και την κατάργηση των παραχωρήσεων του σουλτάνου προς τους εκπροσώπους των θρησκευτικών μειονοτήτων της αυτοκρατορίας, η ελευθερία της λατρείας θα παρέμενε σεβαστή, αλλά το Πατριαρχείο — πού λειτουργούσε «κυρίως ως πολιτικός θεσμός» — όφειλε να απομακρυνθεί από το τουρκικό έδαφος. Ανήσυχος, ο Πατριάρχης Μελέτιος Δ’ δεν απέκλειε τη μεταφορά της έδρας του στη Θεσσαλονίκη ή το Άγιο Όρος• άλλ’ η πολιτική ηγεσία και η κοινή γνώμη στην Ελλάδα θα απορρίψει κατηγορηματικά κάθε παρόμοια σκέψη. Η εμπλοκή παρακάμφθηκε με συμβιβαστική πρόταση του Βενιζέλου — ταυτόσημη με παράλληλη εισήγηση του Κώρζον: το Πατριαρχείο θα ήταν δυνατό να παραμείνει στην Κωνσταντινούπολη περιορίζοντας τη δραστηριότητα του σε αυστηρά θρησκευτικά πλαίσια. Η αποδοχή της νέας διατυπώσεως από την τουρκική πλευρά επέτρεψε την ολοκλήρωση των εργασιών της υποεπιτροπής, τη σύνταξη του τελικού κειμένου και την υπογραφή, από τους εκπροσώπους της Ελλάδας και της Τουρκίας, στις 30 Ιανουαρίου, της συμβάσεως για την ανταλλαγή των πληθυσμών, της συμφωνίας για την ανταλλαγή των αιχμαλώτων και του πρωτοκόλλου για τούς ομήρους.

Στην ειδικότερη διατύπωση της, η ελληνοτουρκική συμφωνία προέβλεπε την υποχρεωτική ανταλλαγή των εγκατεστημένων στα τουρκικά εδάφη και κατόχων της τουρκικής υπηκοότητας ορθόδοξων χριστιανών με τους εγκατεστημένους στα ελληνικά εδάφη και κατόχους της ελληνικής υπηκοότητας μουσουλμάνους. Οι ανταλλάξιμοι δεν θα είχαν το δικαίωμα να επιστρέψουν μελλοντικά στις εστίες τους χωρίς την άδεια των αντίστοιχων κυβερνήσεων της Τουρκίας και της Ελλάδας. Από τον γενικό αυτό κανόνα εξαιρέθηκαν οι Έλληνες ορθόδοξοι κάτοικοι της Κωνσταντινουπόλεως, της Ίμβρου και της Τενέδου και οι μουσουλμάνοι κάτοικοι της δυτικής Θράκης.

Η ανασύνθεση των πληθυσμικών όρων στον ευρύτερο γεωγραφικό χώρο όπου είχαν για αιώνες συμβιώσει Έλληνες και Τούρκοι, συνιστούσε Ιστορική πρόκληση, από την αντιμετώπιση της οποίας εξαρτιόταν σε σημαντικό βαθμό και η εξέλιξη των σχέσεων ανάμεσα στους δύο λαούς. Το μουσουλμανικό στοιχείο αριθμούσε στη δυτική Θράκη, το 1920, 86.793 ψυχές ενώ ο ελληνικός πληθυσμός στην Κωνσταντινούπολη ανερχόταν σε 279.788 κατά τη στατιστική του 1924 και σε 103.000 περίπου σύμφωνα με τη νέα καταμέτρηση του 1934. Το κρίσιμο ερώτημα εντοπιζόταν, καταρχήν, στη δυνατότητα για τη διασφάλιση της αμοιβαιότητας σ’ ό,τι αφορούσε τόσο την αριθμητική ισορροπία όσο και την Ισότιμη μεταχείριση των δύο μειονοτικών ομάδων. Η τυχόν καταστρατήγηση του κανόνα αυτού, με την προσβολή των δικαιωμάτων ή και τον αφανισμό της μιας από τις κοινότητες, πέρα από τον άμεσο αντίκτυπο στο διμερές επίπεδο, θα επέσυρε και τον κίνδυνο της πιθανής μετατροπής εκείνης που θα επιβίωνε σε όργανο πίεσης και αναταραχής, στην περίπτωση μάλιστα που δεν θα είχαν οριστικά απεμποληθεί οι ανταγωνιστικές τάσεις ή και οι επεκτατικές βλέψεις του ενός σε βάρος του άλλου γειτονικού κράτους.

[1] Κωνσταντίνου Σβολόπουλου, Η ελληνική εξωτερική πολιτική – 1900-1945, σ. 175-178, Εστία 1992.

Written by nomosophia

12 Μαΐου, 2010 at 14:58

Αναρτήθηκε στις Γενικά

κι άλλες … Οδύσσειες …

leave a comment »

περιπέτεια στη μυθική Θούλη[1]

Ανεγνώσθη Αντωνίου Διογένους των υπέρ Θούλην απίστων λόγοι κδ΄.
[Διαβάστηκαν τα όσα απίστευτα συνέβησαν πέρα από τη Θούλη, έργο του Αντωνίου Διογένη, που εκτείνεται σε είκοσι τέσσερα βιβλία].

Κάποιος με το όνομα Δεινίας, ο οποίος σε αναζήτηση της γνώσης αναχωρεί από την πατρίδα του μαζί με τον γιο του Δημοχάρη. Και διά μέσου του Πόντου και από τη θάλασσα της Κασπίας και της Υρκανίας φθάνουν στα λεγόμενα Ριπαία όρη[2] και στις εκβολές του ποταμού Τάναη[3]. Έπειτα, αφού λόγω του μεγάλου ψύχους στραφούν πίσω στον σκυθικό ωκεανό, κατευθυνθούν προς ανατολάς και φθάσουν εκεί που ανατέλλει ο ήλιος, περιέρχονται κυκλικά την έξω θάλασσα για πολλά χρόνια γνωρίζοντας ποικίλες περιπλανήσεις. Συνοδοιπόροι στην περιπλάνησή τους γίνονται ο Καρμάνης, ο μήνισκος και ο Άζουλις.

Φθάνουν και στη νήσο Θούλη[4], την οποία προς στιγμήν θεωρούν ως τον τελευταίο σταθμό της περιπλάνησής τους. Σ’ αυτήν τη Θούλη ο Δεινία συνδέεται ερωτικά με κάποια από την πόλη της Τύρου, που λεγόταν Δερκυλλίς και η καταγωγής της ήταν αριστοκρατική. Τη συνόδευε και ο αδελφός της που λεγόταν Μαντινίας. Στη συνάντηση μαζί της ο Δεινίας πληροφορείται αρχικά την περιπλάνηση των αδελφών, έπειτα όσα έκανε κάποιος Παάπις, Αιγύπτιος ιερέας, ο οποίος, όταν η πατρίδα του λεηλατήθηκε, εγκαταστάθηκε στην Τύρο και φιλοξενήθηκε από τα αδέλφια, τη Δερκυλλίδα και τον Μαντινία. Και ενώ στην αρχή φάνηκε πως έχει καλές διαθέσεις απέναντι στους ευεργέτες του και σε ολόκληρο το σπιτικό τους, μετά όμως προξένησε πολλά δεινά και στο σπιτικό τους και σ’ εκείνους και στους γονείς τους. Και χτυπημένη από τη συμφορά που βρήκε το σπίτι της οδηγήθηκε με τον αδελφό της στη Ρόδο και από εκεί περιπλανήθηκε στην Κρήτη, έπειτα στη χώρα των Τυρρηνίων και στη συνέχεια στους λεγομένους Κιμμερίους. Και σ’ αυτόν τον τόπο μπόρεσε να δει τα μέρη του Άδη και να μάθει πολλά από όσα συμβαίνουν εκεί, έχοντας για δάσκαλο τη Μυρτώ, τη θεραπαινίδα της, που είχε προ καιρού αποβιώσει και έδινε πληροφορίες στην κυρία της από τον κόσμο των νεκρών[5].

Αυτά λοιπόν αρχίζει να διηγείται ο Δεινίας σε κάποιον με το όνομα Κύμβας, που είχε πατρίδα του την Αρκαδία και είχε σταλεί από την ομοσπονδία των Αρκάδων στην Τύρο με αίτημα να οδηγήσει τον Δεινία πίσω σ’ εκείνους και στην πατρίδα. Επειδή τον εμπόδιζε να επιστρέψει το βάρος των γηρατειών, μας παρουσιάζεται να περιγράφει όσα εκείνος αντιλήφθηκε κατά την περιπλάνησή του ή και είχε ακούσει από άλλους που τα είχαν δει, και όσα έμαθε από τη Δερκυλλίδα, που του τα διηγήθηκε στη Θούλη … και πώς μετά την αναχώρησή της από τον Άδη μαζί με τον Κήρυλλο και τον Αστραίο, αφού ήδη είχε χωριστεί από τον αδελφό της, έφθασαν στον τάφο της Σειρήνας[6]. Όσα επίσης άκουσε να λέει ο Αστραίος σχετικά με τον Πυθαγόρα και τον Μνήσαρχο[7]. Και όσα ο ίδιος ο Αστραίος άκουσε από τον Φιλώτιδα και το μυθώδες θέαμα που είδε μπρος στα μάτια του, και όσα πάλι η Δερκυλλίς του αφηγήθηκε ξαναζώντας την περιπλάνησή της: ότι βράθηκε σε μια πόλη της Ιβηρίας με ανθρώπους που έβλεπαν τη νύχτα και ήταν τυφλοί την ημέρα και όσα ο Αστραίος κατάφερε, παίζοντας τον αυλό του, να πραγματοποιήσει εναντίον των εχθρών τους. Και αφού με ευμένεια αφέθηκαν ελεύθεροι από εκεί, βρέθηκαν αντιμέτωποι με τους Κέλτες, έθνος σκληρό και άξεστο, και κατόρθωσαν με άλογα να τους ξεφύγουν. Επίσης όσα τους έτυχαν όταν τα άλογά τους άλλαξαν χρώμα. Πώς έφθασαν στους Ακυτανούς[8] και με ποιες τιμές δέχτηκαν εκεί τη Δερκυλλίδα και τον Κήρυλλο, και ακόμα περισσότερο τον Αστραίο, ο οποίος με τη διαστολή και συστολή των ματιών του δήλωνε τις διαστολές και συστολές της σελήνης. Και αφού απάλλαξε από τη διαμάχη για την εξουσία τους εκεί βασιλείς, οι οποίοι, καθώς ήταν δύο τον αριθμό, αντικαθιστούσαν διαδοχικά ο ένας τον άλλο ανάλογα με τις σχετικές μεταβολές της σελήνης. Για όλα αυτά και ο εκεί λαός χαιρόταν με την παρουσία του Αστραίου και όσων τον συνόδευαν.

Ακολουθεί η ιστορία των όσων είδε και υπέστη η Δερκυλλίς. Και πώς μεταφέρθηκε στους Αρτάβρους, όπου οι γυναίκες πολεμούν, οι δε άνδρες κάθονται σπίτι και αναλαμβάνουν τις δουλειές των γυναικών. Στη συνέχεια όσα έτυχαν σ’ εκείνη και στον Κήρυλλο στη χώρα των Αστύρων και ακόμα όσα συνέβησαν ιδιαίτερα στο Αστραίο. Και πω΄ς τελείως αναπάντεχα ο Κήρυλλος με τη Δερκυλλίδα διέφυγαν από τους πολλούς κινδύνους που παραμόνευαν στη χώρα των Αστύρων. Εκείνος όμως δεν απέφυγε την τιμωρία που όφειλε για κάποιο παλαιό αδίκημα και έτσι όπως ανέλπιστα είχε σωθεί από τους κινδύνους, έτσι ανέλπιστα και κατακρεουρήθηκε.

Μετά από αυτά τί είδε περιπλανώμενη η Δερκυλλίς στην ιταλία και τη Σικελία, και πω΄ς όταν έφθασε στον Έρυκα, την πόλη της Σικελίας, συλλαμβάνεται και οδηγείται στον Αινησίδημο, ο οποίος ήταν τότε τύραννος των Λεοντίνων.

Στα μέρη αυτά συναντιέται με τον Παάπη τον τρισάλθιο που ζούσε με τον τύραννο και βρίσκει ανέλπιστη παρηγοριά για την απροσδόκητη συμφορά της τον αδελφό της Μαντινία. Είχε κι εκείνος γνωρίσει πολλές περιπλανήσεις και της διηγήθηκε όσα πολλά και απίστευτα είδε σχετικά με ανθρώπους και διάφορα ζώα, για τον ίδιο τον ήλιο, τη σελήνη, τα φυτά και κυρίως για τα νησιά, δίνοντάς της έτσι άφθονο υλικό από ιστορίες μυθικές για να τις περιγράψει αργότερα στον Δεινία. Και αυτός αφού έκανε μια συρραφή, μας παρουσιάζεται να τις διηγείται στον Κύμβα τον Αρκάδα.

Έπειτα μόλις αρπάζουν ο Μαντινίας και η Δερκυλλίς το σακίδιο του Παάπη από τους Λεοντίνους, με τα βιβλία που ήταν μέσα σ’ αυτό, και το κιβώτιο με τα βότανα, φεύγουν για το Ρήγιο και από εκέι για το Μεταπόντιο, όπου τους προλαβαίνει ο Αστραίος και τους αναγγέλλει ότι ο Παάπις τους καταδιάκει κατά πόδας. Και αναχωρούν για τη χώρα των Θρακών και των Μασσαγετών μαζί με τον Αστραίο, που κατευθυνόταν προς τον φίλο του τον Ζάμολξη. Ο συγγραφέας αναφέρει πόσα είδαν κατά τη διάρκεια αυτής της οδοιπορίας και πώς συνάντησε ο Αστραίος τον Ζάμολξη, που ήδη οι Γέτες τον θεωρούσαν θεό. Και για όσα η Δερκυλλίς και ο Μαντινίας παρακάλεσαν τον Αστραίο να πει και να ζητήσει γι’ αυτούς. Επίσης ότι τους δόθηκε χρησμός πως το πεπρωμένο τους επιφυλάσσει να πάνε στη Θούλη και ότι αργότερα θα δουν και την πατρίδα τους, αφού προηγουμένως γνωρίσουν και άλλες ταλαιπωρίες. Και θα πληρώσουν το τίμημα για την ανόσια συμπεριφορά προς τους γονείς τους (έστω και αν έσφαλαν άθελά τους) με το να διαμοιραστεί η ύπαρξή τους ανάμεσα στη ζωή και στον θάνατο και να ζουν τη νύχτα και να είναι νεκροί την ημέρα. Αφού πήραν αυτούς τους χρησμούς, αναχωρούν από εκεί αφήνοντας τον Αστραίο, που τον σέβονταν οι Γέτες, μαζί με τον Ζάμολξη. Και όσα θαυμαστά συνέβη εκείνοι να δουν και να ακούσουν στον Βορρά.

Όλα αυτά παρουσιάζεται να τα αφηγείται ο Δεινίας στον Κύμβα τον Αρκάδα, αφού είχε ακούσει να τα διηγείται η Δερκυλλίς όταν βρισκόταν στη Θούλη. Στη συνέχεια αναφέρει και ότι ο Παάπις που ακολουθούσε τα ίχνη των συντρόφων της Δερκυλλίδος, εμφανίστηκε μπροστά τους στο νησί. Με κάποιο μαγικό τέχνασμα τους επέβαλε εκείνη τη δοκιμασία, να πεθαίνουν δηλαδή την ημέρα και να ανασταίνονται όταν πέφτει η νύχτα[9]. Και τη δοκιμασία αυτή τους τη μετέδωσε φτύνοντάς τους δημόσια κατά πρόσωπο. Κάποιος Θρουσκανός, κάτοικος της Θούλης, που αγαπούσε με πάθος τη Δερκυλλίδα, βλέποντας ότι η αγαπημένη του είχε πληγεί από το μαγικό χτύπημα του Παάπη, ένιωσε βαθύ πόνο. Και αφού εμφανίστηκε ξαφνικά, χτυπάει με μαχαίρι αιφνιδιαστικά και σκοτώνει τον Παάπη, μικρή πληρωμή για τα μύρια κακά που είχε πράξει. Και πώς ο Θρουσκανός, επειδή η Δερκυλλίς φαινόταν να κείται νεκρή, στρέφει το μαχαίρι εναντίον του εαυτού του.

Όλα τα παραπάνω και πολλά άλλα παρεμφερή, την ταφή των ανθρώπων αυτών και την επιστροφή τους από τον τάφο, τους έρωτες του Μαντινία και όσα εξαιτίας όλων αυτών συνέβησαν και άλλα παρόμοια που πραγματοποιήθηκαν στη νήσο Θούλη, τα έμαθε ο Δεινίας από τις μυθικές αφηγήσεις της Δερκυλλίδος. Και μας τα παρουσιάζει τώρα συγκεντρώνοντάς τα για τον Κύμβα τον Αρκάδα.

[1] Φώτιος, Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως, Βιβλιοθήκη – Όσα της Ιστορίας, 166, σελ. 464 επ., εκδόσεις Κανάκη, Αθήνα 2000.
[2] Από τα πλέον μυθικά βουνά της αρχαιότητας, τοποθετούνταν κάπου στις εσχατιές του Βορρά.
[3] Ποταμός που εκβάλει στη Μαιώτιδα λίμνη (θάλασσα Αζόφ).
[4] Αν και έχει κατά καιρούς ταυτιστεί με διάφορα βόρεια νησιά ή χερσοννήσους (Ισλανδία, Ορκάδες, Γιουτλάνδη), πιθανότατα οι αρχαίοι μιλώντας για την Θούλη αναφέρονταν στην Σκανδιναβική χερσόννησο. βλ. Κορδώσης, Ιστορικογεωγραφικά, σελ. 63-64.
[5] Το επισόδιο φαίνεται να αντλεί έμπνευση από την περίφημη Νέκυια (ραψωδία λ) της Οδύσσειας.
[6] πιθανότατα πρόκειται για τη σειρήνα Παρθενόπη, της οποίας ο τάφος βρίσκεται κοντά στη Νεάπολη της Ιταλίας.
[7] ο πατέρας του Πυθαγόρα.
[8] Ακυτανία ή Ακουητανία, περιοχή στη σημερινή νοτιοδυτική Γαλλία.

Written by nomosophia

5 Μαΐου, 2010 at 14:58

Αναρτήθηκε στις Λογοτεχνία