ΝομοΣοφία

φιλοσοφία, ιστορία, πολιτική, δίκαιο

Archive for Δεκέμβριος 2008

ευθυμογράφημα

leave a comment »

Η βασιλόπιττα του Παραδαρμένου[1]

Έπρεπε να ίδη τις μετά ποίας επισημότητος εκομίσθη εις τον φούρνον η πίττα της οικογενείας. Εις το μέσον εβάδιζεν η Βασίλω, κρατούσα υψηλά το ταψίον ως ιερόν κειμήλιον. Εκατέρωθεν αυτής έβαινον αγερώχως οι άγγελοι φύλακες, ο Ζαχαρίας μετά του γόνου αυτού, είπετο δε ο Μαύρος. Από του παραθύρου, η κυρία Θεοδώρα μετά της δεσποινίδος Ουρανίας έβλεπον το θέαμα και η κυρία Παραδαρμένου μεγαλοφώνως συνίστα προς τον σύζυγόν της:
– Πρόσεχε καλά αυτήν την ξεμυαλισμένη να μη της πέση !
Η πομπή αυτή εφείλκυσε την προσοχήν της συνοικίας και πολλοί γείτονες εξείλθον εις τα παράθυρα, διά να την ίδουν, ευχόμενοι «και του χρόνου», «και εις έτη πολλά» εις τον κ. Ζαχαρίαν, όστις απήντα μειδιών διά παρομοίων ευχών…
…Εν τοσούτω οι από πρωΐας κόποι, οι δρόμοι, αι αλλεπάλληλοι συγκινήσεις είχον κινήσει την όρεξιν της οικογενείας. Άλλως τε ο αξιότιμος κ. Ζαχαρίας έπρεπε να δειπνήση ενωρίς, διότι ήτο προσκεκλημένος εις την οικίαν παλαιού του φίλου, αρχαίου συμβολαιογράφου και είχε φροντίσει μάλιστα να εφοδιασθή από πρωΐας δι’ ενός φυσεκίου γαζετών, επειδή έμελλον να παίξουν και χαρτιά «διά το καλόν του χρόνου». Διό η Βασίλω διετάχθη να στρώση το τραπέζι και να φέρη την πίτταν.
Είχε ήδη συναχθή περί την τράπεζαν η οικογένεια και ανέμενε, ότε η Βασίλω επανήλθεν έντρομος, τραυλίζουσα, ωχρά υπό την καλύπτουσαν το πρόσωπόν της ακαθαρσίαν.
– Η πίττα, είπε, δεν ηξεύρω τί έγινε…δεν υπάρχει πλέον !…
Ο Ξέρξης βλέπων την καταστροφήν του στόλου του, ο Αύγουστος μανθάνων την σφαγήν των λεγεώνων του Ουάρρου δεν ησθάνθησαν έκπληξιν και οργήν μεγαλυτέραν αφ’ όσην ησθάνθη η κυρία Παραδαρμένου διά το αιφνίδιον άκουσμα.
– Τί λες, μωρή δαιμονισμένη ; ανέκραξε και ώρμησεν εις το μαγειρείον, παρακολουθουμένη υπό των λοιπών.
Η πίττα είχε τω όντι εξαφανισθή. Το ταψίον, κομισθέν υπό του υπηρέτου του φούρναρη κατά την απουσίαν της οικογενείας, ευρίσκετο επί της τραπέζης, αλλ’ εντός αυτού μόλις διεσώζοντο ολίγα ελεεινά ψιχία, μόλις απέμενον ολίγα ελεεινά ίχνη εκ της ροδοκόκκινης και καλοψημένης κρούστας.
– Εσύ την έφαγες ! ανεβόησε η οικοδέσποινα και επέπεσε κατά της Βασίλως με διαθέσεις καννιβαλικάς.
Και αιτρίχες της κόμης της υπηρετρίας απεσπώντο μανιωδώς και κατέπιπτον βροχηδόν ως κάρφη[2] ανατινασσόμενα εις αλώνιον υπό του δικράνου και αι οξείαι και αλγειναι κραυγαί της προυκάλουν την συρροήν περιέργων εκ του παρακειμένου παντοπωλείου.
– Εσύ την έφαγες μαζί με τον αγαπητικόν σου, με εκείνον τον βρωμιάρη !…εβόα αφρίζουσα η κυρία Θεοδώρα, ενώ οι στιβαροί γρόνθοι της κατέπιπτον επί της ράχεως του θύματός της.
– Εγώ την έφαγα ή ο γιόκας σου ; απήντα η Βασίλω, ήτις βαρυνθείσα επί τέλους, ήρχισε ν’ ανταποδίδη τα ίσα προς την κυρίαν της…
…Ο ένοχος ανευρέθη και συνελήφθη, μετά σύντομον δε διαδικασίαν, κατά την οποίαν το ους αυτού ήλθεν εις συχνήν επαφήν μετά της πατρικής χειρός, η ενοχή του εξηκριβώθη. Ήδη ο κ. Ζαχαρίας ητοιμάζετο να αποτείνη διά της παλάμης ευγλώττους παραινέσεις επί του αυχένος του γόνου του. Ήδη η κυρία Θεοδώρα εξέτεινεν επιτακτικώς την χείρα, λέγουσα προς τον σύζυγόν να της κάμη την χάριν να μη πειράξη το παιδί, «διότι έκαμε και αυτό μίαν αταξίαν ωσάν παιδί», αλλέως θα είχε να κάμη μαζί της. Ήδη η Ουρανία, προβλέπουσα νέαν οικογενειακήν ρήξιν, εβίαζε τους δακρυχόους αδένας των οφθαλμών της να χύσουν δάκρυα ικεσίας, ότε διά μιας ο κ. Ζαχαρίας έστη ως ηθοποιός, καταλαμβανόμενος εν τω μέσω της πράξεώς του υπό αιφνιδίου λογισμού και άφηκεν φωνήν σπαρακτικήν:
– και το φλωρί ; είπεν.
Ε, βέβαια και το φλωρί !…Τί είχε γίνει το φλωρί ; Εκείνο, καλέ, το κωνσταντινάτον, το οποίον του είχε χαρίσει ο φίλος του ο έφορος εις το Μελιγαλά και το οποίον τακτικώς από του πρώτου έτους του γάμου του εχρησίμευε διά την πίτταν της πρωτοχρονιάς, εξαγοραζόμενον τακτικώς κατ’ έτος διά τριάκοντα λεπτών, τα οποία γενναιοδώρως έδιδεν ο Ζαχαρίας προς τον ευτυχή κάτοχον του τμήματος της πίττας, εν ω περιείχετο ; Τί είχε γίνει το φλωρί, το ιερόν κειμήλιον, το παλλάδιον της οικογενείας ; Βεβαίως κατεβροχθίσθη μετά της πίττας και κατά την στιγμήν εκείνην εξετέλει μυστηριώδην πορείαν εντός των εσωτερικών λαβυρίνθων του οργανισμού του λαιμάργου υιού του. Οία βεβήλωσις !
Χωρίς να θέλη ο πράος κ. Ζαχαρίας, ο ειρηνικός κ. Ζαχαρίας ήρπασεν από της εστρωμένης τραπέζης εν μαχαίριον και διά της άλλης χειρός ανέτρεχε τον υιόν του σπαρακτικώς οιμώζοντα.
Ήτο εξαισία η στάσις εκείνη του πατρός, στάσις Αβραάμ ετοίμου να φονεύση τον Ισαάκ του, ενώ η Ουρανία ερρίπτετο ικετευτικώς παρά τα γόνατά του, επικαλούμενη το έλεός του. Αλλά την χείρα του νέου αβραάμ δεν ανεχαίτισεν άγγελος εξ’ ουρανού. Απεναντίας η αποτρέψασα την αιματοχυσίαν ήτο η κυρία Θεοδώρα. Ο σάρκινος όγκος της κυρίας Παραδαρμένου ανετινάχθη, όταν είδε τον κίνδυνον, τον οποίον διέτρεχε ο υιός της και με την φωνήν εκείνην την επιτακτικήν, εις την οποίαν προ εικοσαετίας ήτο συνηθισμένος να υπακούη ο πειθήνιος σύζυγος, εβόησε:
– Άφησε, βρε ξεκουτιάρη, αυτάς τας ανοησίας, να μη τρομάξη το παιδί !…Αύριον το ευρίσκεις το φλωρί σου !…
Η μάχαιρα κατέπεσε από τας χείρας του μιαιφόρου πατρός. Αύριον !…Η κυρία Θεοδώρα είχε δίκαιον. Κατά τους αναλλοιώτους φυσικούς νόμους το φλωρίον έμελλε να ίδη και πάλιν το φως της ημέρας.
Η ιδέα αυτή κατεπράϋνε την μήνιν του κ. Ζαχαρία, όστις, αφού ησπάσθη τον Μιμίκον, επλήρωσεν οίνου το ποτήριόν του και υψώσας αυτό εύχαρις είπε προς την σύζυγον και την θυγατέρα:
– Έλα !…και του χρόνου ![3]
__________________

[1] Ευαγγέλου Κων. Μιλλεούνη, «Ανθολογία νεοελληνικών Σατυρικών και Ευθυμογράφων». Εκδ. Χριστόπουλου, Αθήνα 1972
[2] άχυρα
[3] Μπάμπη Άννινου (1852-1934), «Αττικαί Ημέραι»

Written by nomosophia

23 Δεκεμβρίου, 2008 at 14:58

Αναρτήθηκε στις Γενικά

300

leave a comment »

300[1]

Αι Θερμοπύλαι είναι ένας στενός τόπος, 25 ποδών το πλάτος, μεταξύ Θεσσαλίας και Φωκίδος, διαυθεντευόμενος από τα ερείπια ενός τείχους, έχοντος πύλας, το οποίον εκτίσθη προ χρόνων από τους Φωκείς, διά να τους φυλάττη από τας εισδρομάς των γειτνιαζόντων εθνών. Εξ αιτίας τούτων των πυλών, καίτινων θερμών λουτρών, ευρισκομένων εν τη εισόδω του στενού, ωνομάσθη ο χώρος εκέινος Θερμοπύλαι. Εν τούτω λοιπόν τω στενώ, εστάθη το Ελληνικόν στράτευμα, τόσον διά την στενότητα του τόπου, όσον και διά την εγγύτητα της θαλάσσης, όθεν αι διά ξηράς δυνάμεις εδύναντο εν καιρώ να λάβωσι βοήθειαν από τον στόλον. Η διαφύλαξις τούτου του στενού παρεδόθη εις τον Λεωνίδαν, ένα των δύο βασιλέων της Σπάρτης, όστις είχεν υπό την εξουσίαν του εξ χιλιάδας ανθρώπων, ων οι μεν τριακόσιοι ήσαν Σπαρτιάται, οι δε λοιποί Βοιωτοί, Κορίνθιοι, Φωκείς, και Αρκάδες, όλοι π΄ροθυμοι εις μάχην εν τη παρούση ανάγκη, και μη φοβούμενοι ολοτελώς τους πολυαρίθμους βαρβάρους. Και έκαστος μεν αυτών είχεν ομοεθνή στρατηγόν, αλλ’ ο Λεωνίδης ην ο αρχιστράτηγος. Πλην μ’ όλον οπού η στερεά απόφασις τούτων των στρατιωτών ην ακράδαντος, ως τόσον ο διορισμός αυτών ολίγην ελπίδα έδιδεν, επειδή αυτοί όλοι εθεώρουν εαυτούς ως ανθρώπους απολωλότας, οι οποίοι εστάλησαν ώδε διά να εμποδίσωσιν επ’ ολίγον την πρόοδον του εχθρού, δίδοντες απόπειραν της απελπισμένης ανδρίας των Ελλήνων. Αλλά και αυτοί οι χρησμοί δεν έπαυον εκφοβίζοντες αυτούς. Χρησμός τις είπεν, ότι προς ασφάλειαν της Ελλάδος, ανάγκη ην ίνα αποθάνη εις βασιλεύς από τους Ηρακλείδας. Ταύτην την προφητείαν απεδέχθη ο Λεωνίδης ασμένως, όστις, μ’ όλον οπού εξερχόμενος εκ της Λακεδαιμονίας, εθεώρει εαυτόν ως εκούσιον θύμα υπέρ της πατρίδος, έλαβε μετά χαράς την διοικήσιν του ολίγου στρατεύματος, και κυριεύσας τας Θερμοπύλας, ανέμενεν αφόβως τον ερχομόν του Περσικού στρατεύματος.

Εν τούτοις, επλησίασε και ο Ξέρξης με το πολυάριθμον στράτευμα, επαιρόμενος επί τη ευτυχία του, και βεβαιότατος της νίκης, και παριστών εις το στρατόπεδόν του όλα τα σημεία της Ασιατικής μεγαλοπρεπείας, και τρυφής. Αυτός ελπίζων να μη απαντήση καμμίαν ανθίστασιν εις τον δρόμον του εις την Ελλάδα, και ερχόμενος με τας δυνάμεις του περισσότερον διά να εκφοβίσειτους Έλληνας, παρά να πολεμήση, μεγάλως εξεπλάγη, και εθαύμασεν, όταν εύρεν ολίγους απελπισμένους άνδρας, προθύμους ίνα εμποδίσωσι την πάροδόν του. Αυτός ενόμιζε πάντοτε, ότι οι Έλληνες, ευθύς οπού ήκουόν που τον ερχομόν του, έφευγον, και μόλις εδυνήθη να πιστεύση τους λόγους του Δημάρατου, όστις προείπεν, ότι εις τον πρώτον πόρον οπού ήθελε φθάση, όλον το στράτευμα ήθελεν εμποδισθή εις τα πρόσω. Και αυτός ο Ξέρξης, επιθεωρήσας τα χαρακώματα, και το στρατόπεδον, όπου τινές μεν των Λακεδαιμονίων διήγον ησύχως εις στρατιωτικάς γυμνάσεις, άλλοι δε εκτένιζον τας κόμας, ηρώτησε την αιτίαν του ποιουμένου, προς ον είπαν, ότι κατ’ αυτόν τον τρόπο ητοιμάζοντο οι Σπαρτιάτες εις μάχην. Αλλ’ ο Ξέρξης, ελπίζων πάντοτε να φύγωσιν, επρόσμεινε τέσσαρας ημέρας, διά να τοις δώση τάχα καιρόν να στοχασθώσι τον επικείμενον κίνδυνον. Αλλ’ αυτοί ήσαν πάντοτε εύθυμοι, και αφρόντιδες, και εθεώρουν τον θάνατον ως το τέλος των πόνων. Τέλος, έστειλεν ο Ξέρξης προσαγήν εις τους Σπαρτιάτας να παραδώσωσι τα όπλα των. Αλλ’ ο Λεωνίδης απεκρίθη με Σπαρτιατικήν τω όντι σοβαρότητα, ελθέ και λάβε. Έπειτα υπεσχέθη, εάν παραδώσωσι τα άρματα, να τους δεχθή ως φίλους, και να τοις δώση μίαν χώραν πολύ πλατυτέραν, και καλλιτέραν απ’ εκείνην, υπέρ ης εμάχοντο. «Καμμία χώρα, απεκρίθησαν, δεν είναι άξια αποδοχής εάν δεν αποκτηθή με ανδρία». Τα δε όπλα, είπαν, τα εχρειάζοντο πάντοτε, είτε ως φίλοι του, είτε ως εχθροί. Ακούσας ταύτα ο Μονάρχης, ηρώτησε τον Δημάρατον, αν αυτοί οι απελπισμένοι άνθρωποι εδύναντο να τρέξωσι ταχύτερον από τους ίππους των. Όχι, απεκρίθη ο Δημάρατος, αλλ’ αυτοί θέλουσι πολεμήσει έως της τελευταίας ρανίδος του αίματος, και ουδέ εις αυτών επιζήσει την ελευθερίαν της πατρίδος. Τινές έλεγον, ότι οι Πέρσαι ήσαν τόσον πολυάριθμοι, οπού τα βέλη των ήθελον σκοτίση τον ήλιον. Τόσον καλλίτερον, απεκρίθη ο Σπαρτιάτης Διηνεκής, επειδή τότε θέλομεν πολεμεί υπό την σκιάν.

[1] Βιβλιοθήκη του Ιωάννου Β. Παραγυιού, «Ιστορία της Ελλάδος», Όλιβερ Γκολντσμίθ, σελ. 153-156, Βιέννη, Οκτώβριος 1805.

Written by nomosophia

22 Δεκεμβρίου, 2008 at 14:58

Αναρτήθηκε στις Ιστορία

πολιτική ιστορία

leave a comment »

Μετά τον Σόλωνα
Η άνοδος του Πεισίστρατου στην εξουσία[1].

Αποφασίσας λοιπόν ο Σόλων να περιηγηθή, και να επισκεφθή την Αίγυπτον, Λυδίαν, και άλλας διαφόρους επαρχίας, αφήκε τας Αθήνας, νομίζων επί τούτω τω χρόνω να συνεθίσωσι και αύται εις τους νέους νόμους, και αυτός να δοκιμάση εμπράκτως την ορθότητα αυτών. Πλην μία πόλις προ πολλού διεσπαραγμένη, ην αδύνατον να υποταχθή απλώς και ως έτυχε και εις αυτούς τους σοφωτάτους νόμους. Όθεν αι πρότεραι διχόνιαι άρχησαν να αναζωπυρώνται, ευθύς οπού έλιπε το αξίωμα του ανδρός, οπού μόνον ημπόρει να τους κρατή εις ευπείθειαν. Όλη η Αττική ην διηρημένη εις τρία μέρη, έχοντα τρεις αρχηγούς, οι οποίοι παρώργιζαν τον λαόν κατ’ αλλήλων, ελπίζοντες διά της ανατροπής πάσης τάξεως, να ευχαριστήσωσι την φιλαρχίαν των. Λυκούργος τις ονομαζόμενος περιειστήκει εκείνων, οπού ήσαν εις τα όρη, και ο Μεγακλής ην αρχηγός των κατοικούντων τα παραθαλάσσια.

Από όλους τούτους τους Αρχηγούς, ο δυνατώτερος ην ο Πεισίστρατος, ανήρ καλής ανατροφής, ευπτόσιτος, υποχρεωτικός, και βοηθητικός τοις πτωχοίς, υπέρ ων και έλεγεν ότι ηγωνίζετο[2]. Αυτός ην επιεικής και μέτριος προς τους εχθρούς, πονηρότατος και εντελέστατος υποκριτής, και κατά πάντα ενάρετος, έξω μόνον εις την άμετρόν του φιλαρχίαν. Η φιλοτιμία του εδείκνυεν αυτόν κατέχοντα προτερήματα, τα οποία φύσει υστερείτο. Αυτός εφαίνετο ο ένθερμος ζηλωτής της ισοτιμίας μεταξύ των πολιτών, εν ω τω όντι ετεχνάζετο την παντελή καταστροφήν της ελευθερίας. Και δημοσία μεν ωμολόγει εαυτόν εχθρότατον παντός νεωτερισμού, ιδία δ’ εμελέτα τω όντι μίαν μεταβολήν. Ο χυδαίος λαός, εξαπατώμενος απ’ αυτά τα εξωτερικά προτερήματα, προθύμως συνεβοήθει εις τους σκοπούς του, και ούτω μη ερευνών επ’ ακριβές τα παρακινούντα αυτόν αίτια, έσπευδε τυφλώς εις την εαυτού τυραννίαν, και απώλειαν.

Εν ω δε ο Πεισίστρατος ην εις την ακμήν να τελειώση τον σκοπόν του, και να ευχαριστήση της άμετρόν του φιλαρχίαν, επέστρεψε προς άκραν αυτού λύπην και ο Σόλων μετά απουσίαν δέκα χρόνων[3], όστις μαθών τους σκοπούς του, εζήτει να τους ματαιώση. Όθεν ο Πεισίστρατος ειδώς τον εαυτού κίνδυνον, και την οξύνοιαν του Νομοθέτου, μετεχειρίζετο όλην του την πανουργίαν, ίνα κρύψη τους καθ’ αυτό σκοπούς. Και εν ω εις το φανερόν εκολάκευε τον Σόλωνα, έπασχε κρυφίως να ελκύση τον λαόν προς εαυτόν. Ο Σόλων εν πρώτοις ηγωνίζετο να αντιφέρη τέχνην κατά της πανουργίας, και να τον νικά με τα ίδια του τα άρματα. Αυτός επήνει αυτόν ομοίως εκ μέρους του, και ηκούσθη ποτέ να λέγη, το οποίον ενδέχεται να είναι και αληθές, ότι ανίσωςεξαιρέση τις το φιλόπρωτον της ψυχής του Πεισιστράτου, δεν εγνώριζεν άλλον ευφυέστερον προς αρετήν, ουδέ καλλίτερον πολίτην. Ως τόσον έπασχεν έτι να περιστείλη, και να ανατρέψη τους σκοπούς του, πριν έλθωσιν εις ακμήν εκπληρώσεως.

Αλλ’ εις μίαν διεφθαρμένην πολιτείαν, καμμία ιατρεία δεν ημπορεί να βοηθήση, μήτε η σοφία να διαυθεντεύση. Ο Πεισίστρατος εζήτει να εκτελέση τον σκοπόν του με ακατάπαυστον ζήλον, και καθ’ ημέραν έκαμνε νέους προσηλύτους με υποσχέσεις, και φιλοδωρίας. Τέλος, ότε είδε τους σκοπούς του ωρίμους, επληγώθη μόνος του εις διάφορα μέρη του σώματος, και ούτω κατηματωμένον επροσταξε να τον φέρωσιν εφ’ αμάξης κατά την αγοράν, όπου με τα παράπονα, και με την ευγλωττίαν παρώξυνε τόσον τον λαόν, ώστε ούτος ενόμιζε, ότι ο Πεισίστρατος εθυσιάσθη μόνον εξ αιτίας των, και ότι έπασχεν όλα τα κακά υπέρ αυτών. Όθεν αμέσως έγινεν εκκλησία, εν η εζήτησεν ο πεισίστρατος μίαν φρουράν πεντήκοντα ανδρών προς μέλλουσαν ασφάλειαν. Εις μάτην ο Σόλων μετεχειρίζετο όλον το αξίωμα και την ευγλωττίαν του, να ματαιώση ένα τόσον επικίνδυνον ζήτημα. Αυτός εθεώρει τας πληγάς εκείνου ως πλαστάς, και ψευδείς, παρομοιάζων αυτόν με τον ομηρικόν Οδυσσέα, όστις και αυτός επληγώθη αφ’ εαυτού διά παρομοίους σκοπούς. Πλην έλεγεν, ότι ο Πεισίστρατος δεν υποκρίνεται καλώς τον Οδυσσέα, ωσάν οπού εκείνος μεν είχε σκοπόν να απατήση τους εχθρούς, αυτός δε τους ιδίους φίλους, και υπερασπιστάς. Προς τούτοις ήλεγχε, και ωνείδιζε τον λαόν διά την άνοιαν αυτών, λέγων, ότι όσον μεν εκ μέρους του ενενόει τον σκοπόν εκείνου, πλην αυτοί μόνον είχον ικανήν δύναμιν να τον ματαιώσωσιν. Ως τόσον αι νουθεσίαι του ήσαν εις μάτην, επειδή οι φίλοι του Πεισιστράτου υπερίσχυσαν, και διωρίσθησαν πεντήκοντα άνδρες ως σωματοφύλακες. Τούτο, όπερ ανέκαθεν εζήτει και ο Πεισίστρατος, απήλαυσε. Και δεν έμενεν άλλο, ειμή να αυξήση ανεπαισθήτως τον αριθμόν των Στρατιωτών, οι οποίοι και ηύξανον οσημέραι αναλόγως με τους σιωπηλούς φόβους των πολιτών. Πλην ήδη ην πολλά αργά, επειδή εκείνος αποκτήσας τόσους στρατιώτας, ώστε να μη φοβήται καμμίαν ανθίστασιν, ώρμησε τέλος, και εκυρίευσε την ακρόπολιν, χωρίς να ευρεθ΄ξ τις φρόνιμος, και γενναίος να τον αντισταθή.

[1] Από την βιβλιοθήκη του Ιωάννη Β. Παραγυιού, «Ιστορία της Ελλάδος», Όλιβερ Γκολντσμίθ, Βιέννη, Οκτώβριος 1805.
[2] Ηρόδ. Α΄. 59. Σχολ. Αριστ. Εν Σφηξ.
[3] Πλούτ. Και Διογ. Λαέρτ. Εν Σόλ.

Written by nomosophia

19 Δεκεμβρίου, 2008 at 14:58

Αναρτήθηκε στις Γενικά

Παιδεία

leave a comment »

Πολιτισμός και κουλτούρα[1]

Εις την Ρώμην … εσχηματίσθη[2] γύρω από τον Σκιπίωνα τον Αφρικανόν τον νεώτερον, τον πορθητήν της Καρχηδόνος, εις πνευματικός κύκλος, όστις επεδίωξε να μεταλαμπαδεύση τον ελληνικόν πολιτισμόν εις τον λατινικόν κόσμον. Αι σημαντικώτεραι πνευματικαί φυσιογνωμίαι, αίτινες έδιδον την κατεύθυνση εις τας προσπαθείας της γύρω από τον Σκιπίωνα ομάδοςε, ήσαν δύο διάσημοι Έλληνες. Ο εκ ‘Ρόδου Στωϊκός φιλόσοφος Παναίτιος και ο εκ Μεγαλοπόλεως ιστορικός Πολύβιος. Υπό την καθοδήγησιν δε των δύο τούτων Ελλήνων σοφών ήρχισε πλέον μεταδιδόμενος ο ελληνικός πολιτισμός εις τον Λατινικόν κόσμον. Όπως ήτο φυσικόν το πνευματικόν αυτό κίνημα εχρειάσθη να δημιουργήση μίαν ορολογίαν, συνθηματικήν ένδειξιν δηλωτικήν των πολιτιστιξκών του προσπαθειών. Διά τον σκοπόν αυτόν εχρησιμοποιήθησαν αι λατινικαί εκφράσεις humanitas και civilitas. Η λέξις humanitas ισοδυναμεί με τον σημερινόν παγκοσμίως γνωστόν όρον ανθρωπισμόν παράγεται από την λατινικήν λέξιν homo, δι’ ης δηλούται λατινιστί ο άνθρωπος. Η λέξις civilitas από την οποίαν όπως είπομεν εσχηματίσθη η γαλλική λέξις civilization παράγεται από την λατινικήν λέξιν civis ήτις αντιστοιχεί προς την ελληνικήν λέξιν πολίτης. Civilitas εσήμαινε διά τους ‘Ρωμαίους την ανάπτυξιν και καλλιέργειαν που αποκτά ο άνθρωπος επερχόμενος εις την ζωήν της πόλεως. Την έννοιαν την οποίαν εδήλωναν οι Έλληνες με τας λέξεις παιδεία και ημέρωσις εξέφρρασαν οι ‘Ρωμάιοι από του πρώτου π.Χ. αιώνος με τας λατινικάς λέξεις humanitas και civilitas. Οι Γάλλοι παρέλαβον από τους λατίνους τον όρον civilitas και μετέπλασον αυτόν κατά την στροφολογίαν της γλώσσης των εις τον τύπον civilization. Από δε του 18ου αιώνος η χρήσις του όρου τούτου διεδίοθη εις όλην την Ευρώπην προς δήλωσιν της πολιτιστικής αναπτύξεως. Ώστε ο εις την νέαν μας γλώσσαν χρησιμοποιούμενος όρος πολιτισμός εισήχθη εις αυτήν ως ελέχθη, κατά μετάφρασιν εκ του γαλλικού όρου civilization.

Εκτός του διεθνούς χρησιμοποιουμένου όρου civilization υπάρχει εις τας συγχρόνους ευρωπαϊκάς γλώσσας εν χρήσει και εις δεύτερος όρος προερχόμενος και αυτός από την Λατινικήν γλώσσαν. Οι ‘Ρωμαίοι εχρησιμοποίησαν εκτός των δύο όρων humanitas και civilitas προς δήλωσιντης αυτής έννοίας και τον όρον cultura animi όστις κατά λέξιν δηλοί καλλιέργειαν της ψυχής. Είναι έκφρασις ληφθείσα από την αγροτικήν καλλιεργητικήν ζωήν. Όπως δια της καλλιεργείας κατορθούται η ανάπτυξις και ο εξαυγενισμός ενός φυτού, κατ’ ανάλογον τρόπον, κατά την αντίληψιν των ‘Ρωμαίων, ο άνθρωπος εισερχόμενος εις την πολιτικήν κοινότητα και καλλιεργούμενος διά της παιδείας καθίσταται πραγματικώςάνθρωπος. Παραλλήλως λοιπόν προς τον όρον civilitas εχρησιμοποιείτο και ο όρος cultura όστις συν τω χρόνω έλαβεν ειδικωτέραν σημασίαν περιορισθείς να σημαίνη την πνευματικήν δια της παιδείας του ανθρώπου βελτίωσιν. Η ειδικωτέρα αύτη σημασία επεκράτησε κατά τους νεωτέρους χρόνους εις τα γερμανοφώνους χώραςΚατ’ αυτόν τον τρόπον ήδη από του 18ου αιώνος ευρίσκονται εν χρήσει εις την Ευρώπην και οι δύο όροι. Ο πολιτισμός χαρακτηρίζεται και ως civilization και ως cultura. Συν τω χρόνω επεκράτησεν η λέξις civilization να σημαίνη τα επιτεύγματα του υλικού αντικειμενικού πολιτισμού. Αντιθέτως, ο όρος cultura εξειδικεύθη προς δήλωσιν του ηθικού και πνευματικού πολιτισμού. Εις την νέαν ελληνικήν γλώσσαν έχομεν εν χρήσει ένα κοινόν όρον. Λέγοντες πολιτισμόν εννοούμεν και τον αντικειμενικόν υλικόν και τον πνευματικόν ηθικόν. Εσχάτως εσημειώθη η προσπάθεια να τεθή εν χρήσει προς δήλωσιν του πνευματικού πολιτισμού ο όρος εσωτερική πνευματική καλλιέργεια. Πάντως σήμερον η διεθνής χρησιμοποίησις των δύο όρων τείνει να προσδώσην εις τον όρον culture την έννοιαν της εσωτερικότητος και πνευματικότητος, εις δε τον όρον civilization την έννοιαν της εξωτερικότητοςκαι της υλικότητος.

[1] Κωνσταντίνου Δ. Γεωργούλη, «Φιλοσοφία του Πολιτισμού», σελ. 17-18, Εθνικόν Ίδρυμα «ο Βασιλεύς Παύλος», Αθήναι 1979.
[2] Τούτο συνέβη κατά τας τελευταίας δεκαετηρίδας του δευτέρου π.Χ. αιώνος.

Written by nomosophia

18 Δεκεμβρίου, 2008 at 14:58

Αναρτήθηκε στις Παιδεία

λαογραφικά

with one comment

ΟΙ ΣΑΡΑΚΑΤΣΑΝΑΙΟΙ, παράδοση αιώνων[1]

Ένα πανάρχαιο πρωτοελληνικό φύλο, οι Σαρακατσαναίοι, με αρχική κοιτίδα τη κεντρική και νότια οροσειρά της Πίνδου με επίκεντρο τα Άγραφα διασκορπίστηκαν το 18ο αιώνα σε όλη την Ελλάδα. Ως νομάδες κτηνοτρόφοι (σκηνίτες) μετακινούνταν διαρκώς, το καλοκαίρι στα βουνά, στους κάμπους το χειμώνα. Η επικρατέστερη ετυμολογία του ονόματός τους δηλώνει τον ανυπότακτο χαρακτήρα τους κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας, από την τουρκική λέξη καρά (μαύρος, μαύρα ρούχα) και την τουρκική μετοχή κατσιάν (=φεύγων ,φυγάς, ανυπότακτος)…
Η γλώσσα τους, ελληνική με στοιχεία της Αρχαιοελληνικής διαλέκτου, απαλλαγμένη από ξένα στοιχεία, παράλληλα με τη διατήρηση της αυθεντικότητας των εθίμων, κανόνων συμπεριφοράς και διαβίωσης αποδεικνύει την πανάρχαια ελληνικότητα τους. Σε αυτά τα στοιχεία στηρίζεται και η διάκριση τους από τους Βλάχους (Βλαχόφωνους Έλληνες), που μιλούσαν εκτός από τα ελληνικά και τα Βλάχικα Το μόνο κοινό στοιχείο, ήταν το κτηνοτροφικό επάγγελμα
Η οικονομική και κοινωνική ζωή των Σαρακατσαναίων ήταν οργανωμένη με ένα είδος συνεταιρισμού το «Τσελιγκάτο», για την καλύτερη παραγωγική συνεργασία και διάθεση των κτηνοτροφικών τους προϊόντων. Ο τσέλιγκας (αρχιποιμένας) – πλούσιος κτηνοτρόφος με πολλά πρόβατα- ήταν ο αρχηγός, επιφορτισμένος με υποχρεώσεις που αφορούσαν τα οικονομικά αλλά και τα κοινωνικά προβλήματα του τσελιγκάτου. Η διαβίωσή τους εξασφαλίζονταν στο «κονάκι», ένα καλύβι φτιαγμένο με σάλωμα. Η Σαρακατσάνικη οικογένεια ήταν πατριαρχική. Αυστηρή πειθαρχία και άγραφοι, απαρασάλευτοι νόμοι όριζαν τη συμπεριφορά του κάθε μέλους της…
Η εκπαίδευση τους ήταν στοιχειώδης, λόγω των συνεχών μετακινήσεών τους. Αλλά η πίστη τους στα θρησκευτικά και λατρευτικά έθιμα καθώς και στις παραδόσεις ήταν μεγάλη. Η χαρά και η λύπη ήταν συνυφασμένη με ένα μεγάλο κύκλο εκδηλώσεων και ιεροτελεστιών που τηρούσαν με ευλάβεια. Ο γάμος ήταν ένα πολυδιάστατο κοινωνικό φαινόμενο με ένα κύκλο πράξεων και συμβόλων. Τα τραγούδια τους αποτελούν παρακαταθήκη για τους νεότερους στην προσπάθεια για τη διατήρηση της εθνικής και πολιτιστικής ταυτότητας του λαού μας. Οι χοροί τους λεβέντικοι, έχουν την καταγωγή τους στον αρχαίο ελληνικό ρυθμό. Η φλογέρα ήταν το κατεξοχήν μουσικό όργανο του Σαρακατσάνου τσοπάνη. Τα έργα της λαϊκής τέχνης είναι εμπνευσμένα από την καθημερινή ζωή τους και έχουν πρακτική αξία: υπέροχα ξυλόγλυπτα και όμορφα υφαντά. Η χαρακτηριστική σοβαρότητα των σκούρων χρωμάτων στις φορεσιές, τα υπέροχα χρώματα και σχέδια στις μικρές ποδιές από χοντρό μάλλινο ύφασμα, ο ολοκέντητος κόκκινος φλάμπουρας του γάμου με θέματα αυστηρής συμμετρίας ανάμεσα και γύρω από τις τέσσερις γωνίες του σταυρού είναι μερικά από τα στοιχεία της Σαρακατσάνικης τέχνης.
Η συμβολή των Σαρακατσαναίων στην επανάσταση του 1821 ήταν αποφασιστικής σημασίας. Πολλά είναι τα ονόματα Σαρακατσάνων αρματολών και κλεφτών. Αλλά και κατά το Μακεδονικό Αγώνα η συμμετοχή τους υπήρξε αμέριστη, επίσης αντιστάθηκαν σε όλους τους κατακτητές…
Από το 1950 και μετά οι Σαρακατσιαναίοι άρχισαν να εγκαταλείπουν τα βουνά, εγκαταστάθηκαν σε πόλεις και χωριά και ασχολούνται με κάθε είδους επαγγέλματα. Όμως οι αρχές τους και οι αξίες της ζωής δεν άλλαξαν… Πολιτιστικοί σύλλογοι, λαογραφικά μουσεία, έντυπο υλικό (εφημερίδες και περιοδικά), συνέδρια και ημερίδες, το πανελλήνιο αντάμωμα (στο Περτούλι Τρικάλων την τελευταία Κυριακή του Ιουνίου) και άλλα τοπικά σε διάφορα μέρη της χώρας που αναβιώνουν σκηνές από την καθημερινή ζωή των Σ. διατηρούν ζωντανή την εθνική και πολιτιστική μνήμη των σύγχρονων Σαρακατσάνων, για να αντισταθούν στην αφομοιωτική και ισοπεδωτική τάση της εποχής μας…

[1] Του καθηγητή ΜΕ Νίκου Ζυγογιάννη, πρώην Προέδρου του Πανελληνίου Συλλόγου Σαρακατσαναίων

Written by nomosophia

17 Δεκεμβρίου, 2008 at 14:58

Αναρτήθηκε στις Γενικά

ιατρική τέχνη

leave a comment »

Ολιστική ιατρική [1]

Οι στωικοί υιοθέτησαν την ιδέα της ολιστικής μεθόδου – της εξέτασης ολόκληρου του σώματος, όταν αναζητούσαν μια θεραπεία για ένα συγκεκριμένο άρρωστο μέρος – όχι μόνο ως προς το τί κάνει γενικώς η φιλοσοφία αλλά και ως προς ένα συγκεκριμένο μέρος της ηθικής τους, της θεωρίας για τα αισθήματα. Οι στωικοί θεωρούν ότι ένα συναίσθημα περιλαμβάνει μια ψευδή πίστη, επειδή νομίζουν ότι τα συναισθήματα πάντοτε περιλαμβάνουν μια εσφαλμένη εκτίμηση των αντικειμένων των αισθημάτων μας. Συγκρίνουν τα συναισθήματα με τις αρρώστιες, εξηγώντας την τάση μας προς το συναίσθημα με την συνολική μη ικανοποιητική κατάσταση της ψυχολογικής μας υγείας. Είναι εξαιτίας της συνολικής ψυχολογικής αδυναμίας μας που υποχωρούμε στο συναίσθημα σε συγκεκριμένες περιπτώσεις. Το σταθερό παράδειγμα αυτού είναι ο Μενέλαος, ο οποίος είναι αποφασισμένος να τιμωρήσει την Ελένη αλλά θρυμματίστηκε μπροστά στην ομορφιά της λόγω της συνολικής αδυναμίας και του αναποφάσιστου χαρακτήρα του[2].

Η ιδέα ότι ένα συγκεκριμένο άρρωστο μέρος του σώματος μπορεί να θεραπευτεί μόνο μέσα στο πλάισιο της εξέτασης ολόκληρου του σώματος συμβαδίζει φυσικά με μια άλλη βασική υπόθεση της αρχαίας ιατρικής, ότι δηλαδή η υγεία συλλαμβάνεται ως ένα θέμα συνολικής ισορροπίας και αρμονίας όλων των στοιχείων του σώματος. Η ιδέα αυτή βρίσκεται πρώτα στα λόγια του γιατρού και προσωκρατικού φιλοσόφου Αλκμαίωνα από τον Κρότωνα. Σε ένα περίφημο απόσπασμα, βρίσκουμε την πεποίθησή του ότι :

Της μεν υγείας είναι συνεκτικήν την ισονομίαν των δυνάμεων, υγρού, ξηρού, θερμού, πικρού, γλυκέος και των λοιπών, την δ’ εν αυτοίς μοναρχίαν νόσου ποιητικήν. Φθοροποιόν γαρ εκατέρου μοναρχίαν. Και νόσον συμπίπτειν ως μεν υφ’ ού υπερβολή θερμότητος ή ψυχρότητος, ως δε εξ ού διά πλήθος τροφής ή ένδειαν, ως δ’ εν οις ή αίμα ή μυελόν ή εγκέφαλον. Εγγίνεσθαι δε τούτοις ποτέ κακ των έξωθεν αιτιών, υδάτων ποιών ή χώρας ή κόπων ή ανάγκης ή των τούτοις παραπλησίων. Την δε υγείαν την σύμμετρον των ποιών κράσιν.

(Αλκμαίων απ. 4)[3]

Εδώ βρίσκουμε ότι, αν και οι εξωτερικοί παράγοντες είναι σχετικοί, η υγεία ή η έλλειψή της εξαρτάται από την σωστή ισορροπία των δυνάμεων του ίδιου του σώματος. Αργότερα η ιδέα αυτή αναπτύχθηκε στην άποψη ότι η υγεία εξαρτάται από τη σωστή ισορροπία των τεσσάρων «υγρών», εκδοχή που άσκησε τη μεγαλύτερη επιρροή και διήρκεσε περισσότερο[4].

Αυτή η ιδέα, βέβαια, είναι οικεία (ίσως υπερβολικά οικεία) σε εμάς από την εκτεταμένη χρήση της από τον Πλάτωνα στην πολιτεία, όπου χρησιμοποιεί την υγεία του σώματος ως μια αναλογία για την αρετή όπως η αρμονία και η υγεία της ψυχής. Μπορούμε να υποψιαστούμε ότι στην πολιτεία αυτή η άποψη της σωματικής υγείας είναι ήδη κάτι που έχει επηρεαστεί από τον επιθυμητό παραλληλισμό με την ψυχή. Ωστόσο, βρίσκουμε την ιδέα και αλλού – σε ένα παράθεμα στον Σοφιστή, για παράδειγμα, όπου η σωματική αρρώστια και η ασχήμια λέγεται ότι είναι τρόποι, με τους οποίους το σώμα ταλανίζεται από δυσαναλογία. (Λίγο παρακάτω, η γυμναστική λέγεται ότι είναι η θεραπεία για την ασχήμια, έτσι ο Πλάτωνας πρέπει να έχει στο μυαλό του τους ανθρώπους που δεν βερίσκονται σε φόρμα, παρά εκείνους που δεν είναι ελκυστικοί στο πρόσωπο.) «Νόσον όσως και στάσιν ου ταυτόν νενόμικας; … Πότερον άλλο τι στάσιν ηγούμενος ή την του φύσει συγγενούς εκ τινος διαφθοράς διαφοράν ; … Αλλ’ αίσχος άλλο τι πλην το της αμετρίας πανταχού δυσειδές ενόν γένος ;»[5] (Πλάτων, Σοφιστής, 228a3-228a11).

[1] Τζούλια Ε. Άννας, «Φιλοσοφική Θεραπεία, Αρχαία και Σύγχρονη», άρθρο ενταγμένο στην «Βιοηθική» των Κουζνέφσκι και Πολάνσκυ, εκδόσεις Τραυλός, 2007
[2] Οι στωικοί διαφέρουν ως προς το αν η συνολική κατάσταση του προσώπου που υποκύπτει στο συναίσθημα θα πρέπει να περιγραφεί σαν να είναι αυτή του προσώπου, του οποίου η συγκρότηση είναι άρρωστη και ήδη μέχρι κάποιο σημείο υπονομεύεται από την αρρώστια, ή σαν ένα πρόσωπο του οποίου το σώμα είναι υγιές αλλά επιρρεπές σε αρρώστιες διαφόρων ειδών, συγκεκριμένα περιοδικών μορφών. Βλ. Γαληνό, PHP v2, για τις διαφορετικές απόψεις του πρώιμου στωικού Χρυσίππου και του ύστερου στωικού Ποσειδωνίου για το σημείο αυτό.
[3] Αλκμαίων, απ. 4 (Diels-Kranz 24), Το απόσπασμα προέρχεται από τον Αέτιο (Diels-Kranz 442).
[4] Η θεωρία των υγρών βρίσκεται στην Ιπποκρατική πραγματεία Περί φύσιος ανθρώπου, πιθανώς επηρεάστηκε από τον Εμπεδοκλή. Βλ. Longrigg 1993, κ. 4.
[5] «Ώστε θεωρείς», λέει ο Ξένος, «ότι η αρρώστια και η δυσαρμονία είναι κάτι Άλλο από την διχόνοια μεταξύ πραγμάτων που από τη φύση τους είναι του ίδιου είδους και προκύπτει από κάποιου είδους διαφθορά ; … Αλλά μήπως η δυσμορφία δεν είναι η παρουσία ενός είδους δυσαναλογίας που είναι πάντα άσχημη ;

Written by nomosophia

16 Δεκεμβρίου, 2008 at 14:58

Αναρτήθηκε στις Γενικά

γεωγραφικά

leave a comment »

Ο Στράβων, οι βυζαντινοί λόγιοι και οι μεγάλες ανακαλύψεις[1]

Ο Πλήθων ήταν αυτός που συνέστησε την μελέτη του Στράβωνα ως συμπλήρωμα των γεωγραφικών γνώσεων που υπήρχαν ήδη από τον Πτολεμαίο. Επιπλέον, συνάντησε στην Φλωρεντία τον Πάολο Νταλ πότσο Τοσκανέλι (1397-1482), ο οποίος αργότερα είχε επικοινωνία, ίσως έμμεση, με τον Χριστόφορο Κολόμβο. Ο Κολόμβος, όπως πιστοποιείται από τη βιογραφία του που έγραψε ο γιος του, επηρεάστηκε σε πολύ μεγάλο βαθμό από δύο κείμενα του Στράβωνα. Αποδεικτικό στοιχείο αποτελεί το αναμφισβήτητο γεγονός ότι ο Πλήθων σταχυολόγησε κάποια αποσπάσματα του Στράβωνα κι έγραψε μια σύντομη πραγματεία πάνω στα λάθη που ανακάλυψε σ’ αυτόν. Παρόλο που ο Αουρίσπα και ο Φίλελφος είχαν φέρει στην Ιταλία αντίγραφα του Στράβωνα, δεν υπάρχουν ενδείξεις ότι η Γεωγραφία άσκησε κάποια επίδραση πριν από την ημερομηνία της Συνόδου της Φλωρεντίας, ενώ αργότερα τέθηκε σε κυκλοφορία η λατινική μετάφραση του Γκουαρίνο, που συμπληρώθηκε το 1458. Ο Πλήθων θα μοιραζόταν επομένως την διάκριση με τον Γκουαρίνο ότι προσέφεραν στον Κολόμβο τις αναγκαίες πληροφορίες για το εγχείρημά του[2].

Από τα δύο υπό συζήτηση κείμενα του Στράβωνα, το πρώτο το συναντάμε σε μια κριτική του υπολογισμού των διαστάσεων της Γης από τον Ερατοσθένη (1.4.6). Μνημονεύεται ότι είπε: «Αν δεν μας εμπόδιζε η απεραντοσύνη του Ατλαντικού, θα μπορούσαμε να πλεύσουμε από την Ιβηρία στην Ινδία κατά μήκος του ίδιου παράλληλου». Το δεύτερο αποτελεί μέρος μιας κριτικής του Ποσειδώνιου, ο οποίος είχε ισχυριστεί (2.3.6) : «Αν πλεύσεις από δυτικά χρησιμοποιώντας τον ανατολικό άνεμο, θα φτάσεις στην Ινδία σε απόσταση 70.000 σταδίων».

Η ελκυστική αυτή θεωρία χρήζει τροποποιήσεων. Τα αποσπάσματα του Πλήθωνα φαίνεται να έγιναν σε πολύ μεγάλη ηλικία, το 1447-48, όταν ο Τσιρίακο ντ’ Αγκόνα έμενε στο Μιστρά ως επισκέπτης. Ένα αντίγραφο που χρησιμοποίησαν (Eton College 141 + Laur. 28.15) ήταν κάποιο πρόσφατο απόκτημα του Τσιρίακο από την Κωνσταντινούπολη. Φαίνεται πως ο Πλήθων είχε ένα άλλο που δεν έχει αναγνωριστεί. Τα γεγονότα αυτά δεν αποκλείουν την πιθανότητα να είχε ήδη ακούσει για τον Στράβωνα το 1439 και να τον είχε συστήσει ανεπιφύλακτα στις νέες γνωριμίες που είχε κάνει στην Ιταλία. Το 1438 ή αμέσως μετά, ένα αντίγραφο είχε φτάσει στην Ιταλία (Marc. Gr. XI.6), όμως κάτοχός του δεν ήταν ο Πλήθων[3].

Έτσι, αντί για την υπόθεση που περιγράψαμε παραπάνω μπορούμε να προτείνουμε κάποιες εναλλακτικές λύσεις. Αν το κείμενο του Στράβωνα υπήρχε στην Φλωρεντία το 1439, ίσως να το είχε φέρει ο Βησσαρίων και όχι ο Πλήθων. Αν ο Βησσαρίων ήταν αυτός που τόνισε την σημασία του ως επιπρόσθετης πηγής γεωγραφικών πληροφοριών, θα μπορούσε εξίσου καλά να το έχει κάνει κι αργότερα, όταν έγινε μόνιμος κάτοικος Ιταλίας. Κι αν ο Πάολο Τοσκανέλι αποτελούσε σημαντικό κρίκο στην μετάδοση πληροφοριών, περόλο που γνώριζε ελληνικά, πιθανόν να μην εκμεταλλεύτηκε τις γνώσεις του μέχρις ότου η λατινική μετάφραση του Γκουαρίνο καταστήσει το έργο γενικά προσιτό. Η περίστση κατά την οποία ο Στράβων συστήθηκε ανεπιφύλακτα στους Ιταλούς και η ταυτότητα εκείνου που τον συνέστησε δεν έχουν ακόμα εξακριβωθεί με βεβαιότητα.

[1] N.G. Wilson, «Από το Βυζάντιο στην Αναγέννηση», κ. 8, σελ. 108-110, εκδόσεις Νέα Σύνορα – Λιβάνη, Αθήνα 1994.
[2] M.V. Anastos, Annuaire de l’ Institut de philology et d’ histoire orientales et slaves 12 (Brussels 1952) 1-18 [ανατυπώθηκε στο έργο του Studies in Byzantine intellectual history. (London 1979)].
[3] Μια νέα επιστολή του Τραβερσάρι που ανακάλυψε ο G. Mercati, Ultimi contribute alla storia degli umanisti, Facsicolo I., Traversariana (Studi e Testi 90) (Vatican City 1939) 24-26, δείχνει ότο ο Βησσαρίων είχε αφήσει πίσω του στο Modon (Μεθώνη), “Strabonis duo maxima volumina”. Η επιστολή έχει ημερομηνία μεταξύ 11 Μαρτίου και 7 Απριλίου. Στην σελ. 25 αρ. 7 ο Μερκάτι τυπώνει το κείμενο του Πλήθωνα με γεωγραφικές πληροφορίες που πήρε από τον «Παύλο εκ Φλωρεντίας». Σχετικά με τα χειρόγραφα του Στράβωνα βλ. A. Diller, The textual tradition of Strabo’s Geography (Amsterdam 1975).

Written by nomosophia

15 Δεκεμβρίου, 2008 at 14:58

Αναρτήθηκε στις Χαρτογραφία