ΝομοΣοφία

φιλοσοφία, ιστορία, πολιτική, δίκαιο

Archive for Σεπτεμβρίου 2011

Δοκίμια

leave a comment »

ο σοφός Αριστοτέλης_μονή Φιλανθρωπινών_νησάκι Ιωαννίνων_1542

Κερδοφόρα προαγωγή της αλλοτρίωσης[1]

«Να λες το υπαρκτό ανύπαρκτο και το ανύπαρκτο υπαρκτό, αυτό είναι το ψεύδος» όριζε ο μέγας και πρώτος δάσκαλος των ορισμών, ο Αριστοτέλης. Παρέπεμπε στην εμπειρία: Ο συλλογικός βίος των ανθρώπων βασιζόταν πάντοτε, σαν σε προϋπόθεση, σε αυτή τη διαστολή.

Δεν είναι σπάνιο να γίνεται το ψεύδος, η υπαρκτική αλλοτρίωση, εργαλείο για την καταδυνάστευση των πολλών από συμφέροντα των λίγων. Ο Μαρξ έδειξε, με ιδιοφυή ρεαλισμό, πόσο κερδοφόρα μπορεί να είναι για τους ιδιοκτήτες των μέσων παραγωγής η υπαρκτική αλλοτρίωση του ακτήμονα εργάτη. Στα νεανικά του «Χειρόγραφα»[2] σκιτσάρει μιαν ανθρωπολογία που ήταν και παραμένει έκπληξη για τη δυτικοευρωπαϊκή φιλοσοφική παράδοση: Ορίζει την ανθρώπινη ύπαρξη όχι πια ως λογική ατομικότητα[3], όχι ως άτομο φορέα του cogito, αλλά ως γεγονός σχέσης· ο άνθρωπος υπάρχει μόνο και εφόσον σχετίζεται ενεργά, έμπρακτα, με την πραγματικότητα που τον περιβάλλει. Οργανώνει τις σχέσεις του σε παραγωγική – δημιουργική δραστηριότητα, η οποία και διαφοροποιεί τον άνθρωπο από κάθε άλλο ζώο. Όταν υποχρεώνεται να παραιτηθεί από τη δημιουργική του ικανότητα, ψευτίζει την ύπαρξή του. Πουλάει την εργασία του, η εργασία του γίνεται ξένη προς τον εαυτό του. Άλλος καθορίζει τις σκοπιμότητες και τον τρόπο της παραγωγής, η εργασία είναι τότε για τον εργάτη πραγματική απώλεια του εαυτού του, απώλεια της ανθρώπινης ιδιαιτερότητάς του: υπαρκτική αλλοτρίωση.

[1] Χρήστος Γιανναράς, «Η Κατάρρευση», σ. 18 & 20, εκδόσεις Ιανός, Θεσσαλονίκη 2008.
[2] Τα «Οικονομικά – Φιλοσοφικά», 1844.
[3] Animal rationale.

Written by nomosophia

28 Σεπτεμβρίου, 2011 at 14:58

Αναρτήθηκε στις Φιλοσοφία

κεφαλαιοκρατικά

leave a comment »

«Καπιταλισμός», όπως λέμε «ζούγκλα»[1]

Στη δεκαετία του 1860 μια καινούρια λέξη προστέθηκε στο παγκόσμιο οικονομικό και πολιτικό λεξιλόγιο: ο «καπιταλισμός»[2] … Ο παγκόσμιος θρίαμβος του καπιταλισμού είναι το επιφανέστερο στοιχείο της ιστορίας στις δεκαετίες που ακολούθησαν. Ήταν ο θρίαμβος μιας κοινωνίας που πίστευε ότι η οικονομική ανάπτυξη βασιζόταν στον ανταγωνισμό των ιδιωτικών επιχειρήσεων, στο να αγοράζει κανείς τα πάντα, ακόμα και την εργασία, όσο το δυνατόν φθηνότερα και να τα πουλάει όσο το δυνατόν ακριβότερα. Σύμφωνα με την πεποίθηση των υπέρμαχων αυτού του συστήματος, μια τέτοια οικονομία, στηριγμένη στα γερά θεμέλια μιας αστικής τάξης, με μέλη της εκείνους τους οποίους η ενεργητικότητα, η ικανότητα και η ευφυΐα είχαν υψώσει στην τωρινή τους θέση και τους κρατούσαν εκεί[3], θα δημιουργούσε έναν κόσμο που θα τον χαρακτήριζε όχι μόνον η δίκαιη κατανομή του υλικού πλούτου, αλλά και η διαρκής εξάπλωση του διαφωτισμού, η προαγωγή του ορθού λόγου, ο πολλαπλασιασμός των ανθρώπινων ευκαιρίων, η άνθιση των επιστημών και των τεχνών, με λίγα λόγια θα δημιουργούσε έναν κόσμο αδιάλειπτης και συνεχώς επιταχυνόμενης υλικής και ηθικής προόδου[4]. Τα λίγα εμπόδια που είχαν απομείνει στο δρόμο της απρόσκοπτης ανάπτυξης της ιδιωτικής επιχείρησης θα σαρώνονταν και αυτά.

Η περίοδος από το 1789 ως το 1848 σφραγίστηκε από μία διττή επανάσταση: τον βιομηχανικό μετασχηματισμό, που εγκαινιάστηκε και ως έναν μεγάλο βαθμό περιορίστηκε στη Βρετανία, και τον πολιτικό μετασχηματισμό, που συνδέθηκε με τη Γαλλία και ως ένα μεγάλο βαθμό περιορίστηκε σε αυτήν. Και οι δύο επαναστάσεις σήμαιναν τον θρίαμβο μιας καινούριας κοινωνίας, αλλά το αν θα ήταν η κοινωνία του θριαμβευτή φιλελεύθερου καπιταλισμού, του «αστού κατακτητή» όπως είπε ένας Γάλλος ιστορικός, ήταν πιο άδηλο για τους συγχρόνους από όσο για μας σήμερα. Πίσω από τους φορείς της αστικής πολιτικής ιδεολογίας βρίσκονταν οι μάζες, έτοιμες να μετατρέψουν τις μετριοπαθείς φιλελεύθερες επαναστάσεις σε κοινωνικές επαναστάσεις. Κάτω και γύρω από τους καπιταλιστές επιχειρηματίες κόχλαζαν οι δυσαρεστημένοι και παραγκωνισμένοι «φτωχοί χειρωνάκτες».

[1] Ε. Τζ. Χομπσμπάουμ, «Η εποχή του κεφαλαίου», αποσπάσματα από την Εισαγωγή, σ. 15-16, Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης, Αθήνα 1996.
[2] Οι ρίζες αυτού του όρου μπορεί να ανάγονται στην προ του 1848 περίοδο, αλλά η επισταμένη έρευνα δείχνει ότι η λέξη «καπιταλισμός» δεν εμφανίζεται σχεδόν πουθενά πριν από το 1849 και δεν γίνεται τρέχουσα πριν από την δεκαετία του 1860.
[3] Στην ανάλυση αυτή παραγνωρίζονται βεβαίως παράγοντες όπως η «τύχη», το «αδίστακτο» του χαρακτήρα των χαρακτηριζόμενων ως «ενεργητικών» μελών της αστικής τάξης, ο απίστευτος κυνισμός των επιλογών τους, η «αναλγησία» τους σε σχέση με τις βασικές ανάγκες των συνανθρώπων τους, η «απάτη» ως εργαλείο ανέλιξης και τέλος η αύθμενη «φιλαργυρία» τους.
[4] Έννοιες, όπως, το δίκαιο, η ηθική, η πρόοδος, ακόμα και ο ορθός λόγος εμπεριέχουν σημαντικές δόσεις σχετικότητας, μεταβάλλονται χωροχρονικά και εξαρτώνται απόλυτα τόσο από τον υποκειμενικό, όσο και από τον συλλογικό προσανατολισμό. Το αντίθετο στον κεφαλαιοκρατικό ορθό λόγο δίκαιο εστιάζεται σε μία άλλου είδους κοινωνική ηθική, η δε πρόοδος αποσυνδέεται από τον πλουτοπαραγωγικό μονόδρομο και την αναγώνια αναζήτηση της υλιστικής ευημερίας.

Written by nomosophia

23 Σεπτεμβρίου, 2011 at 14:58

Αναρτήθηκε στις Οικονομία

το δικαίωμα στην εργασία

leave a comment »

Ο φόβος της ανεργίας[1]

Είκοσι ρουπίες και είκοσι παΐζα δεν είναι πολλά λεφτά, αλλά μπορεί να σου στοιχίσουν τη δουλειά σου και την καριέρα σου και επομένως τη ζωή σου. Το καταλάβαμε αυτό εκείνο το απόγευμα, όταν μας τηλεφώνησε ο Ντας και μας είπε ότι έχουμε δεκατρείς μέρες για να βρούμε το πρόβλημα και να το διορθώσουμε. «Μετά, είμαι υποχρεωμένος να το πω στα αφεντικά μου», είπε, χωρίς να επεκταθεί περισσότερο, πράγμα πολύ ευγενικό εκ μέρους του, δεδομένου ότι είχε δεχτεί τη δική μας προσφορά για το λογισμικό της εταιρείας του – λογιστήριο και αποθήκη – απορρίπτοντας προσφορές από μεγάλες εταιρείες σόφτγουερ, κι αυτό σε μια επιχείρηση όπου πίστευαν ότι τα κομπουτεράκια είναι αναξιόπιστα σε σύγκριση με έναν καλό άβακα.

«Θα τον διώξουν, Ικμπάλ», είπε η Σάντια.

Ήταν μάταιο να της πω όχι για να την παρηγορήσω, ήταν φανερό ότι θα τον έδιωχναν τον Ντας. «Όχι αν βρούμε το πρόβλημα», είπα. Ο Ντας είχε προωθήσει την προσφορά μας, πηγαίνοντας κόντρα στους γέρους ιδιοκτήτες της επιχείρησης, και τώρα, αν μάθαιναν ότι αυτό το πρόγραμμα, που είχε γραφτεί από γυναίκα, όχι μόνο κρεμούσε αλλά και τους έχανε λεφτά εδώ κι εκεί, λεφτά που εξαφανίζονταν χωρίς ίχνη στο διάστημα, θα τον πετούσαν στον δρόμο πριν από την τριμηνιαία συνέλευση των μετόχων. Για να μην πούμε τίποτα για τη δική μας πληρωμή, από την οποία είχαμε εισπράξει μόνο το ένα τρίτο.

[1] Βίκραμ Τσάντρα, «Ιστορίες της Βομβάης», Άρτα, σε μετάφραση Γιώργου Μπαρουξή, σ. 212-213, εκδόσεις Bell Λογοτεχνική Βιβλιοθήκη 1998.

Written by nomosophia

17 Σεπτεμβρίου, 2011 at 14:58

Αναρτήθηκε στις Λογοτεχνία